Anonymous

πολύφημος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άφθονος]] σε ύμνους και μύθους, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αποτελείται από πολλές φωνές, [[πολυλόγος]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐς πολύφημον [[ἐξενεῖκαι]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε πολύβοο [[μέρος]], δηλ. στην [[αγορά]], [[βουλευτήριο]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
|lsmtext='''πολύφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άφθονος]] σε ύμνους και μύθους, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αποτελείται από πολλές φωνές, [[πολυλόγος]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐς πολύφημον [[ἐξενεῖκαι]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε πολύβοο [[μέρος]], δηλ. στην [[αγορά]], [[βουλευτήριο]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφημος:''' дор. [[πολύφαμος|πολύφᾱμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> многоговорящий, многоречивый, оглашаемый речами ([[ἀγορή]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> речистый, красноречивый ([[ἀοιδός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (о словах) длинный, долгий ([[θρῆνος]] Pind.);<br /><b class="num">4)</b> прославленный, славный ([[ὁδός]] [[Xenophanes]] ap. Sext.).
}}
}}