πρίαμαι: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α' <i>ἐπριάμην</i> του ρ. <i>ὠνοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] [[κάτι]] σε μια ορισμένη [[τιμή]] («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πληρώνω]] τα [[τέλη]], τους φόρους πόλεως<br /><b>3.</b> (σχετικά με δούλο) [[μισθώνω]] την [[εργασία]] κάποιου, [[παίρνω]] κάποιον ως μισθωτό («καὶ [[τοξότας]] τριακοσιους Σκύθας ἐπριάμεθα», Ανδ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαγοράζω]], [[δωροδοκώ]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. πληθ.) αρσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ πριάμενοι</i><br />οι εργολάβοι που αναλάμβαναν τη [[διοίκηση]] του θεάτρου<br />β. <b>φρ.</b> α) «οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου τι» — δεν θα έδινα [[ούτε]] μια [[πεντάρα]]<br />β) «ἐπριάμην τίμιόν τι» — αγόρασα [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[τιμή]], ακριβά<br />γ) «πριαίμην ἂν τὸ ποιῆσαι» — θα πλήρωνα για να μπορέσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχαϊκού τύπου αόρ. <i>ἐπριάμην</i>, ο [[οποίος]] χρησίμευσε ως αόρ. του ρ. <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]» [[αντί]] του τ. <i>ὠνησάμην</i>, ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>rei</i>- «[[αγοράζω]]» και συνδέεται με αρχ. ιρλδ. <i>ni</i>-<i>cria</i>, [[καθώς]] και με κάποιους τ. ενεστ. με έρρινο [[ένθημα]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>crenaid</i>, αρχ. ινδ. <i>kr</i><i>ī</i><i>n</i><i>ā</i><i>ti</i>. Στην Ελληνική απαντά μόνο ο αόρ. <i>ἐπριάμην</i> και ένα ρημ. επίθ. [[ἀπρίατος]], ενώ ο αναμενόμενος με έρρινο [[ένθημα]] ενεστ. τ. (<i>πρί</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i>) δεν σχηματίστηκε, πιθ. λόγω της ύπαρξης του φωνολογικά συγγενούς τ. [[πέρνημι]], ο [[οποίος]] είχε την αντίθετη σημ. «[[πουλώ]]». Το ρ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>qirijato</i> με σημ. «[[αγορά]] (σκλάβων)»].
|mltxt=Α<br />(αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α' <i>ἐπριάμην</i> του ρ. <i>ὠνοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] [[κάτι]] σε μια ορισμένη [[τιμή]] («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πληρώνω]] τα [[τέλη]], τους φόρους πόλεως<br /><b>3.</b> (σχετικά με δούλο) [[μισθώνω]] την [[εργασία]] κάποιου, [[παίρνω]] κάποιον ως μισθωτό («καὶ [[τοξότας]] τριακοσιους Σκύθας ἐπριάμεθα», Ανδ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαγοράζω]], [[δωροδοκώ]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. πληθ.) αρσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ πριάμενοι</i><br />οι εργολάβοι που αναλάμβαναν τη [[διοίκηση]] του θεάτρου<br />β. <b>φρ.</b> α) «οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου τι» — δεν θα έδινα [[ούτε]] μια [[πεντάρα]]<br />β) «ἐπριάμην τίμιόν τι» — αγόρασα [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[τιμή]], ακριβά<br />γ) «πριαίμην ἂν τὸ ποιῆσαι» — θα πλήρωνα για να μπορέσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχαϊκού τύπου αόρ. <i>ἐπριάμην</i>, ο [[οποίος]] χρησίμευσε ως αόρ. του ρ. <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]» [[αντί]] του τ. <i>ὠνησάμην</i>, ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>rei</i>- «[[αγοράζω]]» και συνδέεται με αρχ. ιρλδ. <i>ni</i>-<i>cria</i>, [[καθώς]] και με κάποιους τ. ενεστ. με έρρινο [[ένθημα]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>crenaid</i>, αρχ. ινδ. <i>kr</i><i>ī</i><i>n</i><i>ā</i><i>ti</i>. Στην Ελληνική απαντά μόνο ο αόρ. <i>ἐπριάμην</i> και ένα ρημ. επίθ. [[ἀπρίατος]], ενώ ο αναμενόμενος με έρρινο [[ένθημα]] ενεστ. τ. (<i>πρί</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i>) δεν σχηματίστηκε, πιθ. λόγω της ύπαρξης του φωνολογικά συγγενούς τ. [[πέρνημι]], ο [[οποίος]] είχε την αντίθετη σημ. «[[πουλώ]]». Το ρ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>qirijato</i> με σημ. «[[αγορά]] (σκλάβων)»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρίᾰμαι:''' ([[περάω]]), ελλιπές αποθ., από το οποίο σχηματίζεται το [[ἐπριάμην]] (αόρ. βʹ του [[ὠνέομαι]])· βʹ ενικ. <i>ἐπρίω</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>πρίατο</i>· προστ. <i>πρίασο</i>, [[πρίω]]· υποτ. <i>πρίωμαι</i>, βʹ ενικ. <i>πρίῃ</i>· ευκτ. <i>πριαίμην</i>· απαρ. [[πρίασθαι]] (όχι <i>πριάσθαι</i>)· μτχ. <i>πριάμενος</i>·<br /><b class="num">1.</b> έχω πουλήσει [[κάτι]] σε κάποιον, [[αγοράζω]], [[ψωνίζω]], σε Όμηρ., Αττ.· με δοτ. της αξίας, [[πρίαμαι]] κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, [[αγοράζω]] με τα χρήματα κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[πρίαμαι]] θανάτοιο, [[εξαγοράζω]] με τον θάνατό του, σε Πίνδ.· <i>πρίαμαί τι ταλάντου</i>, σε Ξεν.· [[πρίαμαι]] [[πολλοῦ]], στον ίδ.· μεταφ., οὐδενὸς λόγου [[πρίασθαι]], <i>δεν</i> θα το αγόραζα [[ούτε]] σε ελάχιστη [[τιμή]], σε Σοφ.· <i>πρίαμαί τιπαρά τινος</i>, σε Ηρόδ.· [[πρίαμαι]] τίμιον [[τοὔλαιον]], το [[αγοράζω]] ακριβά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκμισθώνω]] τους φόρους, σε Ξεν.
}}
}}