Anonymous

πρίαμαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρίᾰμαι:''' ([[περάω]]), ελλιπές αποθ., από το οποίο σχηματίζεται το [[ἐπριάμην]] (αόρ. βʹ του [[ὠνέομαι]])· βʹ ενικ. <i>ἐπρίω</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>πρίατο</i>· προστ. <i>πρίασο</i>, [[πρίω]]· υποτ. <i>πρίωμαι</i>, βʹ ενικ. <i>πρίῃ</i>· ευκτ. <i>πριαίμην</i>· απαρ. [[πρίασθαι]] (όχι <i>πριάσθαι</i>)· μτχ. <i>πριάμενος</i>·<br /><b class="num">1.</b> έχω πουλήσει [[κάτι]] σε κάποιον, [[αγοράζω]], [[ψωνίζω]], σε Όμηρ., Αττ.· με δοτ. της αξίας, [[πρίαμαι]] κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, [[αγοράζω]] με τα χρήματα κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[πρίαμαι]] θανάτοιο, [[εξαγοράζω]] με τον θάνατό του, σε Πίνδ.· <i>πρίαμαί τι ταλάντου</i>, σε Ξεν.· [[πρίαμαι]] [[πολλοῦ]], στον ίδ.· μεταφ., οὐδενὸς λόγου [[πρίασθαι]], <i>δεν</i> θα το αγόραζα [[ούτε]] σε ελάχιστη [[τιμή]], σε Σοφ.· <i>πρίαμαί τιπαρά τινος</i>, σε Ηρόδ.· [[πρίαμαι]] τίμιον [[τοὔλαιον]], το [[αγοράζω]] ακριβά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκμισθώνω]] τους φόρους, σε Ξεν.
|lsmtext='''πρίᾰμαι:''' ([[περάω]]), ελλιπές αποθ., από το οποίο σχηματίζεται το [[ἐπριάμην]] (αόρ. βʹ του [[ὠνέομαι]])· βʹ ενικ. <i>ἐπρίω</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>πρίατο</i>· προστ. <i>πρίασο</i>, [[πρίω]]· υποτ. <i>πρίωμαι</i>, βʹ ενικ. <i>πρίῃ</i>· ευκτ. <i>πριαίμην</i>· απαρ. [[πρίασθαι]] (όχι <i>πριάσθαι</i>)· μτχ. <i>πριάμενος</i>·<br /><b class="num">1.</b> έχω πουλήσει [[κάτι]] σε κάποιον, [[αγοράζω]], [[ψωνίζω]], σε Όμηρ., Αττ.· με δοτ. της αξίας, [[πρίαμαι]] κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, [[αγοράζω]] με τα χρήματα κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[πρίαμαι]] θανάτοιο, [[εξαγοράζω]] με τον θάνατό του, σε Πίνδ.· <i>πρίαμαί τι ταλάντου</i>, σε Ξεν.· [[πρίαμαι]] [[πολλοῦ]], στον ίδ.· μεταφ., οὐδενὸς λόγου [[πρίασθαι]], <i>δεν</i> θα το αγόραζα [[ούτε]] σε ελάχιστη [[τιμή]], σε Σοφ.· <i>πρίαμαί τιπαρά τινος</i>, σε Ηρόδ.· [[πρίαμαι]] τίμιον [[τοὔλαιον]], το [[αγοράζω]] ακριβά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκμισθώνω]] τους φόρους, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=*πρίαμαι, alleen aor. ἐπριάμην, 2 sing. ἐπρίω, ep. 3 sing. πρίατο,\n conj. πρίωμαι, opt. πριαίμην, imperat. πρίασο en πρίω, inf. πρίασθαι, ptc. πριάμενος, kopen:; τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν; want wie heeft je gekocht met eigen middelen? Od. 14.115; met gen. pretii; οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτὸν ὅστις ik zou voor geen prijs een man willen kopen die... Soph. Ai. 477; πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια; voor hoeveel kan ik de varkentjes van je kopen? Aristoph. Ach. 812; met inf..; πριάμενοι παρὰ Λακεδαιμονίων μὴ δοῦναι τούτων δίκην nadat zij van de Spartanen door omkoping gedaan hadden gekregen niet bestraft te worden And. 3.38; τὸν δὲ πρὸ πάντων χρημάτων... πριαίμην ἂν φίλον μοι εἶναι ik zou er alles voor geven dat hij mijn vriend was Xen. Mem. 2.5.3; spec. pachten:. πριάμενος ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου... οὐ κατέβαλε nadat hij inning van belasting bij de schatkist had gepacht, heeft hij niets betaald And. 1.92.
}}
}}