ποτάομαι: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[ποτέομαι]] Α<br /><b>βλ.</b> <i>ποτῶμαι</i>.
|mltxt=και επικ. τ. [[ποτέομαι]] Α<br /><b>βλ.</b> <i>ποτῶμαι</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτάομαι:''' Επικ. -έομαι, θαμιστικό του [[πέτομαι]]· Δωρ. μτχ. <i>ποτήμενος</i>· μέλ. <i>ποτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐποτήθην</i>, Δωρ. -άθην [ᾱ], παρακ. [[πεπότημαι]], Δωρ. <i>-ᾶμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεποτήᾰται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπότητο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· <i>κεραυνοὶ ποτέοντο</i>, σε Ησίοδ.· [[απλώς]], = [[πέτομαι]], [[πετώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ ποτήμενα [[συλλαβεῖν]], λέγεται για μάταιες αναζητήσεις, σε Θεόκρ.· παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.), είμαι [[έτοιμος]] να πετάξω, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., μετεωρίζομαι, [[τριγυρίζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι σε [[πτήση]], [[φτερουγίζω]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}