Anonymous

ποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτάομαι:''' Επικ. -έομαι, θαμιστικό του [[πέτομαι]]· Δωρ. μτχ. <i>ποτήμενος</i>· μέλ. <i>ποτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐποτήθην</i>, Δωρ. -άθην [ᾱ], παρακ. [[πεπότημαι]], Δωρ. <i>-ᾶμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεποτήᾰται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπότητο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· <i>κεραυνοὶ ποτέοντο</i>, σε Ησίοδ.· [[απλώς]], = [[πέτομαι]], [[πετώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ ποτήμενα [[συλλαβεῖν]], λέγεται για μάταιες αναζητήσεις, σε Θεόκρ.· παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.), είμαι [[έτοιμος]] να πετάξω, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., μετεωρίζομαι, [[τριγυρίζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι σε [[πτήση]], [[φτερουγίζω]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ποτάομαι:''' Επικ. -έομαι, θαμιστικό του [[πέτομαι]]· Δωρ. μτχ. <i>ποτήμενος</i>· μέλ. <i>ποτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐποτήθην</i>, Δωρ. -άθην [ᾱ], παρακ. [[πεπότημαι]], Δωρ. <i>-ᾶμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>πεποτήᾰται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπότητο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· <i>κεραυνοὶ ποτέοντο</i>, σε Ησίοδ.· [[απλώς]], = [[πέτομαι]], [[πετώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ ποτήμενα [[συλλαβεῖν]], λέγεται για μάταιες αναζητήσεις, σε Θεόκρ.· παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.), είμαι [[έτοιμος]] να πετάξω, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., μετεωρίζομαι, [[τριγυρίζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι σε [[πτήση]], [[φτερουγίζω]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτάομαι:''' эп. [[ποτέομαι]] (impf. ἐποταόμην, fut. ποτήσομαι, aor. ἐποτήθην, pf. со знач. praes. [[πεπότημαι]] - дор. πεπότᾱμαι, эп. 3 л. pl. [[πεποτήαται]]) летать, порхать ([[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Hom.): βοὰ ποτᾶται Aesch. несется шум.
}}
}}