προθυμία: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [[πρόθυμος]]<br />[[ευμενής]] [[διάθεση]], καλή [[θέληση]], [[στάση]] που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τον είχα [[ανάγκη]] μέ βοήθησε με [[προθυμία]]» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>προθυμιά</i>) (για φυτά) [[ορμή]] για [[βλάστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμία]] ή [[παράκληση]] («τοῡ θεοῡ προθυμίᾳ [[πολεμώ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> καλή [[διάθεση]] («τὴν αὐτὴν παρειχόμεθ' ἡμεῑς [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν προθυμίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]] για [[εκπλήρωση]] τών φυσικών αναγκών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προθυμίαν ἔχω» — [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]].
|mltxt=η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [[πρόθυμος]]<br />[[ευμενής]] [[διάθεση]], καλή [[θέληση]], [[στάση]] που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τον είχα [[ανάγκη]] μέ βοήθησε με [[προθυμία]]» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>προθυμιά</i>) (για φυτά) [[ορμή]] για [[βλάστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμία]] ή [[παράκληση]] («τοῡ θεοῡ προθυμίᾳ [[πολεμώ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> καλή [[διάθεση]] («τὴν αὐτὴν παρειχόμεθ' ἡμεῑς [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν προθυμίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]] για [[εκπλήρωση]] τών φυσικών αναγκών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προθυμίαν ἔχω» — [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προθῡμία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διάθεση]], [[προθυμία]], [[ετοιμότητα]], [[ζήλος]], ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. [[πρόθυμος]] ὤν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πάσῃ προθυμίᾳ</i>, με όλο τον ζήλο, σε Πλάτ.· <i>ὑπὸ προθυμίας</i>, με ζήλο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., <i>ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης</i>, στην [[επιθυμία]] του, σε Ηρόδ.· κατὰ τὴν [[τούτου]] προθυμίην, τόσο [[μακριά]] όσο πηγαίνει η [[επιθυμία]] του, στον ίδ.· <i>τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ</i>, με τη [[θέληση]] του θεού, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., <i>προθυμίη σωτηρίης</i>, [[ζήλος]] να τον σώσει, σε Ηρόδ.· [[προθυμία]] ἔργου, [[ετοιμότητα]] για [[δράση]], [[πρόθεση]] ή [[σκοπός]] για [[ενέργεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> <i>προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι</i>, σε Ηρόδ.· με απαρ., στον ίδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλή]] [[θέληση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], σε Ηρόδ.
}}
}}