Anonymous

προθυμία: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προθῡμία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διάθεση]], [[προθυμία]], [[ετοιμότητα]], [[ζήλος]], ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. [[πρόθυμος]] ὤν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πάσῃ προθυμίᾳ</i>, με όλο τον ζήλο, σε Πλάτ.· <i>ὑπὸ προθυμίας</i>, με ζήλο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., <i>ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης</i>, στην [[επιθυμία]] του, σε Ηρόδ.· κατὰ τὴν [[τούτου]] προθυμίην, τόσο [[μακριά]] όσο πηγαίνει η [[επιθυμία]] του, στον ίδ.· <i>τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ</i>, με τη [[θέληση]] του θεού, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., <i>προθυμίη σωτηρίης</i>, [[ζήλος]] να τον σώσει, σε Ηρόδ.· [[προθυμία]] ἔργου, [[ετοιμότητα]] για [[δράση]], [[πρόθεση]] ή [[σκοπός]] για [[ενέργεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> <i>προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι</i>, σε Ηρόδ.· με απαρ., στον ίδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλή]] [[θέληση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προθῡμία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διάθεση]], [[προθυμία]], [[ετοιμότητα]], [[ζήλος]], ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. [[πρόθυμος]] ὤν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πάσῃ προθυμίᾳ</i>, με όλο τον ζήλο, σε Πλάτ.· <i>ὑπὸ προθυμίας</i>, με ζήλο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., <i>ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης</i>, στην [[επιθυμία]] του, σε Ηρόδ.· κατὰ τὴν [[τούτου]] προθυμίην, τόσο [[μακριά]] όσο πηγαίνει η [[επιθυμία]] του, στον ίδ.· <i>τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ</i>, με τη [[θέληση]] του θεού, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., <i>προθυμίη σωτηρίης</i>, [[ζήλος]] να τον σώσει, σε Ηρόδ.· [[προθυμία]] ἔργου, [[ετοιμότητα]] για [[δράση]], [[πρόθεση]] ή [[σκοπός]] για [[ενέργεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> <i>προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι</i>, σε Ηρόδ.· με απαρ., στον ίδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλή]] [[θέληση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προθυμία -ας, ἡ [πρόθυμος] bereidwilligheid, ijver:; προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπεις u toont zeker geen tekort aan bereidwilligheid Aeschl. PV 341; plur.. ᾗσι προθυμίῃσι πεποιθώς vertrouwend op zijn eigen strijdlust Il. 2.588; προθυμίαν ἔχειν ijver aan de dag leggen Hdt. 7.19.2; πάσῃ προθυμίᾳ met volledige inzet Plat. Resp. 412e; προθυμίαν ἐμβαλεῖν strijdlust opwekken Xen. Cyr. 1.6.13; ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης op aandringen van Kleomenes Hdt. 6.65.3; πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι de grootst mogelijke zorg besteden aan instandhouding en bewaking Hdt. 4.98.3. welwillendheid, hulpvaardigheid:. ὑπὸ προθυμίης uit sympathie Hdt. 9.45.3; πᾶσαν προθυμίαν εἰς αὐτούς... παρέχεσθαι de grootste hulpvaardigheid aan de dag leggen Xen. Hell. 6.5.43; προθυμίαν πολλὴν περί σε grote toewijding aan u Xen. An. 7.7.45. begerigheid, wens:. κατὰ τὴν τούτου προθυμίην naar diens wens Hdt. 1.124.2.
}}
}}