προΐστημι: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἵστημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προΐσταμαι]]<br />[[είμαι]] επικεφαλής, [[αρχηγεύω]] (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο [[προϊστάμενος]], <i>η προϊσταμένη</i><br />ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («[[προϊστάμενος]] υπηρεσίας»)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[μπροστά]] ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῡ κέρατος προέστηκε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῑ αὑτῆς προϊστάναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] [[δημόσια]]<br /><b>4.</b> (το ενεργ. με παθ. σημ.) [[είμαι]] [[αρχηγός]] πολιτικής μερίδας<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῡσαι τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[θέτω]] ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]] («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[θεωρώ]] ανώτερο, [[προτιμώ]] («ὦτα τοῡ νοῡ προστησάμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[ιδρύω]] [[κάτι]] [[πριν]] από [[άλλο]]<br />στ) [[δηλώνω]], [[φανερώνω]]<br />ζ) [[φέρω]] ως [[παράδειγμα]] για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῡν Τυρταῑον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) [[κυβερνώ]], [[διοικώ]]<br />β) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br />δ) [[πλησιάζω]] («ἤ σε... λιπαρεῑ προύστην χερί», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[στέκομαι]] ενώπιον κάποιου ως [[εχθρός]]<br />στ) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>7.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) <i>οἱ προεστῶτες</i>, ιων. τ. <i>προειστεῶτες</i> και <i>οἱ προστάντες</i><br />οι πολιτικοί αρχηγοί<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προΐστημι]] φόνου» — [[προετοιμάζω]] τον φόνο κάποιου<br />β) «[[προΐστημι]] ἐναντίαν γνώμην» — [[εκπροσωπώ]] την αντίθετη [[γνώμη]].
|mltxt=ΝΜΑ [[ἵστημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προΐσταμαι]]<br />[[είμαι]] επικεφαλής, [[αρχηγεύω]] (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο [[προϊστάμενος]], <i>η προϊσταμένη</i><br />ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («[[προϊστάμενος]] υπηρεσίας»)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[μπροστά]] ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῡ κέρατος προέστηκε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῑ αὑτῆς προϊστάναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] [[δημόσια]]<br /><b>4.</b> (το ενεργ. με παθ. σημ.) [[είμαι]] [[αρχηγός]] πολιτικής μερίδας<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῡσαι τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[θέτω]] ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]] («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[θεωρώ]] ανώτερο, [[προτιμώ]] («ὦτα τοῡ νοῡ προστησάμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[ιδρύω]] [[κάτι]] [[πριν]] από [[άλλο]]<br />στ) [[δηλώνω]], [[φανερώνω]]<br />ζ) [[φέρω]] ως [[παράδειγμα]] για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῡν Τυρταῑον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) [[κυβερνώ]], [[διοικώ]]<br />β) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br />δ) [[πλησιάζω]] («ἤ σε... λιπαρεῑ προύστην χερί», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[στέκομαι]] ενώπιον κάποιου ως [[εχθρός]]<br />στ) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>7.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) <i>οἱ προεστῶτες</i>, ιων. τ. <i>προειστεῶτες</i> και <i>οἱ προστάντες</i><br />οι πολιτικοί αρχηγοί<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προΐστημι]] φόνου» — [[προετοιμάζω]] τον φόνο κάποιου<br />β) «[[προΐστημι]] ἐναντίαν γνώμην» — [[εκπροσωπώ]] την αντίθετη [[γνώμη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, αόρ. αʹ [[προὔστησα]], μτχ. <i>προστήσας</i>, απαρ. <i>προστῆσαι</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, [[καθώς]] επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] από [[πριν]] ή [[εμπρός]], <i>προστήσας</i> (<i>σε</i>) <i>Τρωσὶ μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κυρίως]] στον αόρ. αʹ, [[τοποθετώ]] κάποιον [[μπροστά]] μου, [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]], [[θέτω]] κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[εμπρός]] μου, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], τὰ [[τῶν]] Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι, σε Δημ.· με γεν., [[χρησιμοποιώ]] ένα [[πράγμα]] ως [[πρόφαση]] για [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτιμώ]], [[εκτιμώ]] κάποιον ανώτερο από κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ [[προὔστην]], παρακ. <i>προέστηκα</i>, Ιων. βʹ πληθ. [[προέστατε]], απαρ. <i>προεστάναι</i>, μτχ. [[προεστώς]], Παθ. αόρ. αʹ <i>προεστάθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] τον εαυτό μου [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[μπροστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πλησιάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[απέναντι]], ή [[αντιμετωπίζω]] τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι τοποθετημένος [[επάνω]], είμαι η κύρια [[δύναμη]], <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, [[τῶν]] Ἀρκάδων, σε Ηρόδ.· είμαι στην [[κορυφή]] της συντροφιάς, [[ενεργώ]] ως [[αρχηγός]] ή [[οδηγός]], <i>τῶνπαράλων</i>, [[τῶν]] ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· <i>τοῦ δήμου</i>, σε Θουκ.· απ' όπου απόλ., <i>οἱ προεστῶτες</i>, Ιων. <i>-εῶτες</i>, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει ποικίλες σχέσεις, [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]], οὐκ [[ὀρθῶς]] [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δεν κυβερνάς [[καλά]] τον εαυτό [[σου]], σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] έτσι ώστε να [[οδηγώ]] αυτόν, σε Ηρόδ.· <i>πρόστητε τύχης</i>, ο [[υπερασπιστής]] μας ενάντια στη [[μοίρα]], σε Σοφ.· <i>ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης</i>, [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, <i>προὐστήτην φόνου</i>, ήταν πρωτεργάτες του φονικού, σε Σοφ.· απόλ., <i>βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα</i>, στον ίδ.
}}
}}