ποτητός: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ποτῶμαι]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ιπτάμενος, [[φτερωτός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτητά</i><br />τα πτηνά, τα πουλιά.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ποτῶμαι]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ιπτάμενος, [[φτερωτός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτητά</i><br />τα πτηνά, τα πουλιά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτητός:''' -ή, -όν ([[ποτάομαι]]), ιπτάμενος, [[φτερωτός]]· <i>ποτητά</i>, <i>τά</i>, πτηνά, πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}