3,241,695
edits
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ποτῶμαι]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ιπτάμενος, [[φτερωτός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτητά</i><br />τα πτηνά, τα πουλιά. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ποτῶμαι]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ιπτάμενος, [[φτερωτός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτητά</i><br />τα πτηνά, τα πουλιά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποτητός:''' -ή, -όν ([[ποτάομαι]]), ιπτάμενος, [[φτερωτός]]· <i>ποτητά</i>, <i>τά</i>, πτηνά, πουλιά, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |