3,270,629
edits
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γέρον πολυπενθές», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα) [[πολυθρήνητος]] («[[μόρον]] τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αβρο</i>-<i>πενθής</i>, <i>βαρυ</i>-<i>πενθής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γέρον πολυπενθές», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα) [[πολυθρήνητος]] («[[μόρον]] τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αβρο</i>-<i>πενθής</i>, <i>βαρυ</i>-<i>πενθής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), αυτός που έχει μεγάλο [[πένθος]], εξαιρετικά [[θλιμμένος]], σε Όμηρ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |