Anonymous

πολυπενθής: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), αυτός που έχει μεγάλο [[πένθος]], εξαιρετικά [[θλιμμένος]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
|lsmtext='''πολῠπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), αυτός που έχει μεγάλο [[πένθος]], εξαιρετικά [[θλιμμένος]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπενθής:''' <b class="num">1)</b> глубоко опечаленный, удрученный горем, скорбящий ([[ἀλκυών]], [[θυμός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> весьма тяжелый, мучительный ([[μόρος]] Aesch.).
}}
}}