πρόσουρος: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόσορος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόσορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσουρος:''' -ον, Ιων. αντί [[πρόσορος]], εφαπτόμενος, [[γειτονικός]], <i>τῇ Ἀραβίῃ</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>τὰ πρόσορα</i>, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], όπου δεν είχε κανένα γείτονα [[παρά]] μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην [[απομόνωση]].
}}
}}