πρόσουρος

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσουρος Medium diacritics: πρόσουρος Low diacritics: πρόσουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prósouros Transliteration B: prosouros Transliteration C: prosouros Beta Code: pro/souros

English (LSJ)

Ion. for πρόσορος: Hdt. (v. infr.), once in S., Ph.691:—adjoining, bordering on, Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ Hdt.2.18, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (sc. τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in Att. form, τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. l.c., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον should be read.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = πρόσορος erklärt. – 2) ion. = πρόσορος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. πρόσορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.

Russian (Dvoretsky)

πρόσουρος: ион. = πρόσορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. πρόσορος.

Greek Monotonic

πρόσουρος: -ον, Ιων. αντί πρόσορος, εφαπτόμενος, γειτονικός, τῇ Ἀραβίῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., τὰ πρόσορα, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, όπου δεν είχε κανένα γείτονα παρά μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην απομόνωση.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ πρόσορος (πρβλ. προσόμουρος), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 (ἔνθα ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν πρόσουρος, ἔνθα οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν ἑαυτοῦ, δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω μόνος ἑαυτῷ γείτων καὶ ὅμορος· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe διόρθωσις (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, ἔνθα ἦτο κατάμονος μὴ ἔχων γειτονικὸν βάδισμα, δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται ἀρκούντως ἐπιτυχής, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πρόσ-ουρος, ον, [ionic for πρόσορος
adjoining, bordering on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the neighbouring parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος where he had no neighbour but himself, i. e. lived in solitude, Soph.