3,270,621
edits
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> honorer de préférence, préférer : τινός [[τι]] une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire plutôt cas de, se soucier <i>ou</i> se préoccuper plutôt de, acc. <i>ou</i> gén. ; avec un inf., préférer de beaucoup, faire passer avant tout le reste, se soucier de, daigner.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμάω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> honorer de préférence, préférer : τινός [[τι]] une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire plutôt cas de, se soucier <i>ou</i> se préoccuper plutôt de, acc. <i>ou</i> gén. ; avec un inf., préférer de beaucoup, faire passer avant tout le reste, se soucier de, daigner.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[τιμώ]] κάποιον περισσότερο από κάποιον [[άλλο]], [[προτιμώ]] τον έναν από τον [[άλλο]], <i>τινά</i>ή <i>τί τινος</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινὰ [[ἀντί]] τινος ή [[πρό]] τινος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. μόνο, [[εκτιμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]], [[θεωρώ]] αξιότερο, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., προτιμώμαι, θεωρούμαι [[ανώτερος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν</i>, εκλέγομαι ως θυσιαστήριο [[θύμα]] για να υποβληθώ σε θάνατο, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. μόνο, [[φροντίζω]], [[σκέφτομαι]], σε Αισχύλ.· <i>οὐδὲν πρ. τινός</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ. ακολουθ. από <i>ἤ</i>, [[επιθυμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]], προτιμῶντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἢ εὐπρεπέστεροι, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, [[επιθυμώ]] [[πάρα]] [[πολύ]], [[εύχομαι]] να κάνω ή να γίνω, σε Σοφ., Ευρ.· πρ. [[πολλοῦ]] ἐμοὶ [[ξεῖνος]] [[γενέσθαι]], [[εκτιμώ]] σε μεγάλο βαθμό το [[προνόμιο]] να γίνει [[φίλος]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> με μτχ., <i>πρ. τυπτόμενος</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |