3,270,579
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτῑμάω''': τιμῶ τινα πλειότερον ἑτέρου, προτιμῶ τινα πλειότερον ἄλλου, τινὰ ἢ τί τινος Ἀντιφῶν 117. 4, Πλάτ. Νομ. 913Β κτλ., [[ὡσαύτως]], πρ. τινα [[ἀντί]] τινος Πλάτ. Λῦσ. 219 D· τι πρό τινος ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 727D· πλέον τινὸς [[αὐτόθι]] 777· μᾱλλον ἤ..., [[αὐτόθι]] 887Β, πρβλ Ἰσοκρ 218Α. 2) μετ’αἰτ., ἐκτιμῶ πλειότερον, προτιμῶ, πλείονος ἄξιον [[νομίζω]], οὐδὲν πρ. τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 739, κτλ., πρβλ. Ἀγ. 1415· τὴν αὐτονομίαν οὐ πρ. Θουκ. 8. 64· πρ. τὴν ἀλήθειαν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 1. - Παθ., προτιμῶμαι, θεωροῦμαι [[ἀνώτερος]], Θουκ. 6. 9, Λυσί. 107. 34, κτλ· προτιμηθῆναι [[μάλιστα]] τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5· προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν, ἐκλέγομαι ὡς [[θῦμα]], ὡς μέλλων νὰ ὑποβληθῶ εἰς θάνατον, Θουκ. 1. 133· [[ὡσαύτως]] προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινὰ, προτιμῶμαι [[δημοσίᾳ]], εἰς τὰς δημοσίας τιμάς, [[αὐτόθι]] 2. 37. - Μεσ., τὸν δ’ οὐδ’ ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 3, (ἀλλ’ ὁ Dind. -σαιμ’ ἂν)· μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 14. 3) μόνον [[μετὰ]] γεν., [[φροντίζω]], [[λογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1672· οὐδὲν πρ. τινος Εὐρ. Ἄλκ. 762, Ἀριστοφ. Πλ 883, Δημ. 80. 22, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 638, 655. 4) μετ’ ἀπαρ., ἑπομένου ἢ ..., [[μᾶλλον]] ἐπιθυμῶ, προτιμῶ, προτιμῶντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἢ εὐπρεπέστεροι Ἡρόδ. 2. 37, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 887Β· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρ., [[μεγάλως]] ἐπιθυμῶ νά..., προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι Σοφ. Τρ. 722, Εὐρ. Μήδ. 343· πρ. πολλοῦ ἐμοὶ [[ξεῖνος]] γενέσθαι, ἐκτιμῶ ὡς πολύτιμον [[πρᾶγμα]] νὰ γείνῃ [[ξένος]] μου, φίλος μου, Ἡρόδ. 3. 21· τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν, ἐκεῖνον τοῦ ὁποῖου μίαν συδιάλεξιν [[μετὰ]] πάντων τῶν τυράννων [[ἤθελον]] θεωρήσῃ πολλῶν χρημάτων ὑπερτέραν, ὁ αὐτ. 1. 86. 5) [[μετὰ]] μετ., προτιμήσαντά τι τυπτόμενον, «φροντίσαντα, αἴσθησιν λαβόντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 638 [[εἰρήνη]] δ᾿ [[ὅπως]] ἔσται προτιμῶσ᾿ οὐδέν, [[οὐδόλως]] φροντίζουσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 27. | |lstext='''προτῑμάω''': τιμῶ τινα πλειότερον ἑτέρου, προτιμῶ τινα πλειότερον ἄλλου, τινὰ ἢ τί τινος Ἀντιφῶν 117. 4, Πλάτ. Νομ. 913Β κτλ., [[ὡσαύτως]], πρ. τινα [[ἀντί]] τινος Πλάτ. Λῦσ. 219 D· τι πρό τινος ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 727D· πλέον τινὸς [[αὐτόθι]] 777· μᾱλλον ἤ..., [[αὐτόθι]] 887Β, πρβλ Ἰσοκρ 218Α. 2) μετ’αἰτ., ἐκτιμῶ πλειότερον, προτιμῶ, πλείονος ἄξιον [[νομίζω]], οὐδὲν πρ. τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 739, κτλ., πρβλ. Ἀγ. 1415· τὴν αὐτονομίαν οὐ πρ. Θουκ. 8. 64· πρ. τὴν ἀλήθειαν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 1. - Παθ., προτιμῶμαι, θεωροῦμαι [[ἀνώτερος]], Θουκ. 6. 9, Λυσί. 107. 34, κτλ· προτιμηθῆναι [[μάλιστα]] τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5· προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν, ἐκλέγομαι ὡς [[θῦμα]], ὡς μέλλων νὰ ὑποβληθῶ εἰς θάνατον, Θουκ. 1. 133· [[ὡσαύτως]] προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινὰ, προτιμῶμαι [[δημοσίᾳ]], εἰς τὰς δημοσίας τιμάς, [[αὐτόθι]] 2. 37. - Μεσ., τὸν δ’ οὐδ’ ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 3, (ἀλλ’ ὁ Dind. -σαιμ’ ἂν)· μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 14. 3) μόνον [[μετὰ]] γεν., [[φροντίζω]], [[λογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1672· οὐδὲν πρ. τινος Εὐρ. Ἄλκ. 762, Ἀριστοφ. Πλ 883, Δημ. 80. 22, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 638, 655. 4) μετ’ ἀπαρ., ἑπομένου ἢ ..., [[μᾶλλον]] ἐπιθυμῶ, προτιμῶ, προτιμῶντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἢ εὐπρεπέστεροι Ἡρόδ. 2. 37, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 887Β· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρ., [[μεγάλως]] ἐπιθυμῶ νά..., προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι Σοφ. Τρ. 722, Εὐρ. Μήδ. 343· πρ. πολλοῦ ἐμοὶ [[ξεῖνος]] γενέσθαι, ἐκτιμῶ ὡς πολύτιμον [[πρᾶγμα]] νὰ γείνῃ [[ξένος]] μου, φίλος μου, Ἡρόδ. 3. 21· τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν, ἐκεῖνον τοῦ ὁποῖου μίαν συδιάλεξιν [[μετὰ]] πάντων τῶν τυράννων [[ἤθελον]] θεωρήσῃ πολλῶν χρημάτων ὑπερτέραν, ὁ αὐτ. 1. 86. 5) [[μετὰ]] μετ., προτιμήσαντά τι τυπτόμενον, «φροντίσαντα, αἴσθησιν λαβόντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 638 [[εἰρήνη]] δ᾿ [[ὅπως]] ἔσται προτιμῶσ᾿ οὐδέν, [[οὐδόλως]] φροντίζουσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> honorer de préférence, préférer : τινός [[τι]] une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire plutôt cas de, se soucier <i>ou</i> se préoccuper plutôt de, acc. <i>ou</i> gén. ; avec un inf., préférer de beaucoup, faire passer avant tout le reste, se soucier de, daigner.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμάω]]. | |||
}} | }} |