πυργήρης: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, ΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύργος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ῆρες, ΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύργος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυργήρης:''' -ες (*ἄρω), λέγεται για [[τόπο]] ή [[χώρα]], αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. [[παρά]] Παυσ.
}}
}}