Anonymous

πυργήρης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυργήρης:''' -ες (*ἄρω), λέγεται για [[τόπο]] ή [[χώρα]], αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. [[παρά]] Παυσ.
|lsmtext='''πυργήρης:''' -ες (*ἄρω), λέγεται για [[τόπο]] ή [[χώρα]], αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. [[παρά]] Παυσ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πυργ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />of a [[place]], [[fortified]], ap. Paus.
}}
}}