προτέλειος: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[πριν]] από το [[τέλος]] μιας επίσημης πράξης<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που έγινε [[τέλειος]] εκ τών προτέρων («[[προτέλειος]] Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[προτέλεια]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) η [[θυσία]] που προσφερόταν [[πριν]] από μια [[ιερή]] [[πράξη]] ή [[επιχείρηση]], εξιλαστήρια [[θυσία]] («[[προτέλεια]] δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ;», <b>Ευρ.</b>)<br />β) ([[κατά]] τον Τίμ.) «[[προτέλεια]], αἱ πρὸ τῶν γάμων τελούμενοι θυσίαι καὶ δωρεαί» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) «[[προτέλεια]]<br />ἡμέραν [[οὕτως]] ὀνομάζουσιν, ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῑς εἰς τὴν θεάν, καὶ θυσίας ἐπιτελοῡσι» <br />δ) <b>μτφ.</b> οι αρχές, τα στοιχεία επιστήμης («τὰ [[προτέλεια]] τῆς φιλοσοφίας», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν προτελείοις [[κάμακος]]» — [[κατά]] τους προκαταρκτικούς αγώνες<br />β) «ἐν βιότου προτελείοις» — [[μέσα]] στην [[αρετή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[πριν]] από το [[τέλος]] μιας επίσημης πράξης<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που έγινε [[τέλειος]] εκ τών προτέρων («[[προτέλειος]] Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[προτέλεια]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) η [[θυσία]] που προσφερόταν [[πριν]] από μια [[ιερή]] [[πράξη]] ή [[επιχείρηση]], εξιλαστήρια [[θυσία]] («[[προτέλεια]] δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ;», <b>Ευρ.</b>)<br />β) ([[κατά]] τον Τίμ.) «[[προτέλεια]], αἱ πρὸ τῶν γάμων τελούμενοι θυσίαι καὶ δωρεαί» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) «[[προτέλεια]]<br />ἡμέραν [[οὕτως]] ὀνομάζουσιν, ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῑς εἰς τὴν θεάν, καὶ θυσίας ἐπιτελοῡσι» <br />δ) <b>μτφ.</b> οι αρχές, τα στοιχεία επιστήμης («τὰ [[προτέλεια]] τῆς φιλοσοφίας», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν προτελείοις [[κάμακος]]» — [[κατά]] τους προκαταρκτικούς αγώνες<br />β) «ἐν βιότου προτελείοις» — [[μέσα]] στην [[αρετή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτέλειος:''' -ον ([[τέλος]]),·<br /><b class="num">I.</b> ο [[πριν]] τον καθαγιασμό· ως ουσ. προ-τέλεια (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, [[θυσία]] που προσφέρεται [[πριν]] από [[κάθε]] [[ενέργεια]], [[προτέλεια]] ναῶν, όπως [[θυσία]] που προσφέρεται [[υπέρ]] των πλοίων, σε Αισχύλ.· [[προτέλεια]] παιδός, [[θυσία]] [[πριν]] από το γάμο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[αρχή]], <i>ἐν προτελείοις [[κάμακος]]</i>, κατά τους προημιτελικούς, προκαταρκτικούς αγώνες, σε Αισχύλ.· <i>ἐν βιότου προτελείῳ</i>, στον ίδ.
}}
}}