Anonymous

προτέλειος: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui précède une cérémonie, un sacrifice;<br /><i>subst.</i> τὰ προτέλεια ([[ἱερά]]);<br /><b>1</b> cérémonie préliminaire (à un sacrifice, à un mariage, au départ d’une flotte, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> début, prélude.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τέλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui précède une cérémonie, un sacrifice;<br /><i>subst.</i> τὰ προτέλεια ([[ἱερά]]);<br /><b>1</b> cérémonie préliminaire (à un sacrifice, à un mariage, au départ d’une flotte, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> début, prélude.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[πριν]] από το [[τέλος]] μιας επίσημης πράξης<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που έγινε [[τέλειος]] εκ τών προτέρων («[[προτέλειος]] Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[προτέλεια]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) η [[θυσία]] που προσφερόταν [[πριν]] από μια [[ιερή]] [[πράξη]] ή [[επιχείρηση]], εξιλαστήρια [[θυσία]] («[[προτέλεια]] δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ;», <b>Ευρ.</b>)<br />β) ([[κατά]] τον Τίμ.) «[[προτέλεια]], αἱ πρὸ τῶν γάμων τελούμενοι θυσίαι καὶ δωρεαί» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) «[[προτέλεια]]<br />ἡμέραν [[οὕτως]] ὀνομάζουσιν, ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῑς εἰς τὴν θεάν, καὶ θυσίας ἐπιτελοῡσι» <br />δ) <b>μτφ.</b> οι αρχές, τα στοιχεία επιστήμης («τὰ [[προτέλεια]] τῆς φιλοσοφίας», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν προτελείοις [[κάμακος]]» — [[κατά]] τους προκαταρκτικούς αγώνες<br />β) «ἐν βιότου προτελείοις» — [[μέσα]] στην [[αρετή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])].
}}
}}