σμάραγδος: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σμάραγδος]] και [[μάραγδος]] και ζμάραγδος, ἡ, Α<br />[[πολύτιμος]] [[διαφανής]] [[διακοσμητικός]] [[λίθος]], λαμπερή [[ποικιλία]] της ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο [[χρώμα]], το οποίο οφείλεται στην [[παρουσία]] χρωμίου στην σύνθεσή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Σμάραγδος</i><br />[[ονομασία]] μεταλλείων σμαράγδου στην Αίγυπτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Σμάραγδος [[ὄρος]]» — η Σμάραγδος, τα [[μεταλλεία]] σμαράγδου στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>marakatam</i> / <i>maraktam</i> και ακκαδ. <i>barraqtu</i>, εβρ. <i>b</i><i>ā</i><i>reqet</i>, τύποι οι οποίοι ανάγονται πιθ. στο σημιτικό <i>brq</i> «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]». Πρόβλημα γεννά το αρκτικό <i>σ</i>- της ελλ. λ., το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως [[αποτέλεσμα]] της επίδρασης του ρ. <i>σμαραγῶ</i> «[[αντηχώ]], [[μουγκρίζω]]». Η λ. απαντά και με τις γρφ. <i>ζμάραγδος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σμύρνα]]: <i>ζμύρνα</i>) και [[μάραγδος]], η οποία προέρχεται πιθ. από την Ινδική].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σμάραγδος]] και [[μάραγδος]] και ζμάραγδος, ἡ, Α<br />[[πολύτιμος]] [[διαφανής]] [[διακοσμητικός]] [[λίθος]], λαμπερή [[ποικιλία]] της ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο [[χρώμα]], το οποίο οφείλεται στην [[παρουσία]] χρωμίου στην σύνθεσή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Σμάραγδος</i><br />[[ονομασία]] μεταλλείων σμαράγδου στην Αίγυπτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Σμάραγδος [[ὄρος]]» — η Σμάραγδος, τα [[μεταλλεία]] σμαράγδου στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>marakatam</i> / <i>maraktam</i> και ακκαδ. <i>barraqtu</i>, εβρ. <i>b</i><i>ā</i><i>reqet</i>, τύποι οι οποίοι ανάγονται πιθ. στο σημιτικό <i>brq</i> «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]». Πρόβλημα γεννά το αρκτικό <i>σ</i>- της ελλ. λ., το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως [[αποτέλεσμα]] της επίδρασης του ρ. <i>σμαραγῶ</i> «[[αντηχώ]], [[μουγκρίζω]]». Η λ. απαντά και με τις γρφ. <i>ζμάραγδος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σμύρνα]]: <i>ζμύρνα</i>) και [[μάραγδος]], η οποία προέρχεται πιθ. από την Ινδική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σμάραγδος:''' ἡ, Λατ. [[smaragdus]], [[πολύτιμος]] [[λίθος]] σε πράσινη [[απόχρωση]], [[ονομασία]] που δίνεται στο [[σμαράγδι]] και τον μαλαχίτη, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}