σμάραγδος

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμᾰ́ραγδος Medium diacritics: σμάραγδος Low diacritics: σμάραγδος Capitals: ΣΜΑΡΑΓΔΟΣ
Transliteration A: smáragdos Transliteration B: smaragdos Transliteration C: smaragdos Beta Code: sma/ragdos

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ (ὁ, Str.16.4.20, Orph.L.614), name of several green stones, including the
A emerald, Hdt.2.44, 3.41, Pl.Phd.110d, Thphr.Lap.23, al., LXX Ex.28.9, al., Str.l.c., 17.1.45, Plin.HN37.62, al., Hld.2.30, Olymp.Hist.p.466 D., PMag.Lond.46.239; also μάραγδος, Men.373, Com. in PSI2.143.3, Orph. l.c., Nonn.D.5.178, 18.80; σφραγὶς μαράγδου IG11(2).161 B 44 (Delos, iii B.C.), 199 B 59 (ibid.), but σφραγὶς σμαράγδου 203 B 87 (ibid., iii B.C.); ζμάραγδος implied in Luc.Jud.Voc.9.
II Σμάραγδος, ἡ, name of the emerald mines in Egypt, ἀρχιμεταλλάρχου τῆς Ζμαράγδου Proc.Soc.Bibl. Arch. 31 (1909).323 (i A.D.); μεταλλάρχη (gen. sg.) Ζμαράκτου OGI660.2 (Egypt, i A.D.); also Σμάραγδος ὄρος Ptol.Geog.4.5.8.

Béryl var. émeraude sur gangue

German (Pape)

[Seite 910] ὁ, bei Theophr. auch ἡ, ein Edelstein, smaragdus; Her. 2, 44; Plat. Phaed. 110 d; wohl nicht immer unser Smaragd, sondern auch Beryll, auch hellgrüner, durchsichtiger Flußspath; man scheint übh. alle grünen Krystalle, auch grüne Glasflüsse unter diesem Namen begriffen zu haben.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
ou σμάραγδος λίθος;
HDT émeraude.
Étymologie: cf. skr. marakatas ou maraktas.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμάραγδος -ου, ἡ, poët. μάραγδος smaragd; ook σ. λίθος.

Russian (Dvoretsky)

σμάραγδος: (μᾰ) ἡ (Her. σ. λίθος) смарагд (не изумруд, а зеленый минерал, вроде берилла, малахита или яшмы) Her., Plat.

Spanish

esmeralda

English (Strong)

of uncertain derivation; the emerald or green gem so called: emerald.

English (Thayer)

σμαράγδου, ὁ (but apparently feminine in the earlier writ, cf. Theophrast. lap. 4,23; in Herodotus its gender cannot be determined; cf. Stephanus Thesaurus, under the word), Latin smaragdus (A. V. emerald), a transparent precious stone noted especially for its light green color: Herodotus down; the Sept.. On the derivation of the word see Vanicek, Fremdwörter, under the word. On its relation to our 'emerald' (disputed by King, Antique Gems, p. 27ff), see Reihm, HWB, under the word 'Edelsteine', 17; Deane in the ' Bible Educator', vol. ii., p. 350f.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α
πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία της ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Σμάραγδος
ονομασία μεταλλείων σμαράγδου στην Αίγυπτο
2. φρ. «Σμάραγδος ὄρος» — η Σμάραγδος, τα μεταλλεία σμαράγδου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. marakatam / maraktam και ακκαδ. barraqtu, εβρ. bāreqet, τύποι οι οποίοι ανάγονται πιθ. στο σημιτικό brq «λάμπω, αστράφτω». Πρόβλημα γεννά το αρκτικό σ- της ελλ. λ., το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της επίδρασης του ρ. σμαραγῶ «αντηχώ, μουγκρίζω». Η λ. απαντά και με τις γρφ. ζμάραγδος (πρβλ. σμύρνα: ζμύρνα) και μάραγδος, η οποία προέρχεται πιθ. από την Ινδική].

Greek Monotonic

σμάραγδος: ἡ, Λατ. smaragdus, πολύτιμος λίθος σε πράσινη απόχρωση, ονομασία που δίνεται στο σμαράγδι και τον μαλαχίτη, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σμάραγδος: ἡ, (τὸ ἀρσεν, δὲν βεβαιοῦται εἰ μὴ παρὰ μεταγεν., Ὀρφ. Λιθ. 608, Κοσμᾶς), Λατ. smaragdus, πολύτιμος λίθος χρῶμα ἔχουσα ἀνοικτὸν πράσινον, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2. 44., 3. 41, παρ’ ᾧ καλεῖται σμ. λίθος. Συνήθως ταυτίζεται πρὸς τὸ Γαλλ. émeraude (Ἀγγλ. emerald)· ἀλλ’ ὁ King (Antique Gens σ. 27 κἑξ.) ἰσχυρίζεται ὅτι τὴν γνησίαν émerande) δὲν ἐγίνωσκον οἱ παλαιοί·- ἡ παρ’ αὐτοῖς σμάραγδος ἦτο, φαίνεται, λίθος ἡμιδιαφανής, ὡς ἡ aqua marina, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Λίθ. 23 κἑξ., Πλίν. 37. 5, Lucas Q…aest Lexil. § 46· ἢ ἴσως πᾶς πρασινωπὸς κρύσταλλος οὕτως ὠνομάζετο· π.χ. ὑπῆρχε κίων ἐκ σμαράγδου ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἡρακλέους ἐν Τύρῳ, Ἡροδ. 2. 44, ὅπερ ὁ Θεόφρ. (ἔνθ’ ἀνωτ. 25) ὑποπτεύει ὡς μὴ ἀληθές· - αἱ γιγάντειοι αὗται σμάραγδοι ἦσαν ἴσως πράσινος ἴασπις ἢ μαλαχίτης ἢ (ἔτι πιθανώτερον) πρασίνη ὕαλος. Ὁ Kink ὑποθέτει ὅτι ἡ παρὰ Πλινίῳ Βακτριανὴ ἢ Σκυθικὴ σμάραγδος ἦτο πράσινον ῥουβίνιον.- Τύπος τις μάραγδος ἀπαντᾷ παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Ὀρφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νόνν. Δ. 5. 178., 18, πρβλ. Ἀθήν. 94Β. (Ἡ λέξις εἶναι πιθαν. ξενική. - Τὸ Σανσκρ. marakatas ἢ maraktas ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν· ἀλλὰ καὶ τούτου ἡ ἐτυμολογία δὲν δύναται νὰ ἀνιχνευθῇ, Κούρτ. σ. 526).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (m.)
Meaning: emerald (Hdt., Pl. etc.).
Other forms: Also μάραγδος (Men., hell. inscr.), also ζμάραγδος, -ιον (inscr., pap.).
Compounds: σμαραγδο-χαίτης with emerald-green hair (Tim. Pers.).
Derivatives: σμαράγδ-ιον n. (M. Ant.), -ίτης m. (λίθος; hell., Plin.); -ινος of S., s.-green (pap. a. o.), -ειος id. (Hld.), -ώδης s.-like (sch.); -ίζω to be s.-green (D. S., Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Identical with Skt. marakatam (also maraktam) n. and Accad. barraqtu, Hebr. bāræqæt id.. The orig. source may be Semit. (to brq gleam, flicker). On Gr. σμ- cf. Σμέρδις: OP Bardiya a. o. (Schwyzer 311); also σμαραγέω may have been of unfluence. The later attested μάραγδος from Ind.? From Greek Lat. smaragdus and Pers. Arab. zumurrud, from where Osman. zümrüd > Russ. izumrúd. -- Mayrhofer Sprache 7, 187 f. w. lit., also KEWA. s. v.; older lit. in Lewy Fremdw. 57.

Middle Liddell

σμάραγδος, ἡ,
Lat. smaragdus, a precious stone of a green colour, a name given to the emerald and to malachite, Hdt. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σμάραγδος: {smáragdos}
Forms: Daneben μάραγδος (Men., hell. Inschr.), auch ζμάραγδος, -ιον (Inschr., Pap.).
Grammar: f. (m.)
Meaning: Smaragd (Hdt., Pl. usw.);
Composita: σμαραγδοχαίτης mit smaragdgrünem Haar (Tim. Pers.).
Derivative: Davon σμαράγδιον n. (M. Ant.), -ίτης m. (λίθος; hell., Plin.); -ινος ‘aus S., s.-grün’ (Pap. u. a.), -ειος ib. (Hld.), -ώδης ‘s.—ähnlich’ (Sch.); -ίζω ‘s.-grün sein’ (D. S., Dsk.).
Etymology: Mit aind. marakatam (auch maraktam) n. und akkad. barraqtu, hebr. bāræqæt ib. identisch. Als urspr. Quelle ist wahrscheinlich das Semit. anzusehen (zu brq glänzen, blitzen). Zu gr. σμ- vgl. Σμέρδις: apers. Bardiya u. a. (Schwyzer 311); auch σμαραγέω mag eingewirkt haben. Das später belegte μάραγδος aus dem Ind.? Aus dem Griech. lat. smaragdus und pers. arab. zumurrud, woraus osman. zümrüd > russ. izumrúd. — Mayrhofer Sprache 7, 187 f. m. Lit., auch Wb. s. v.; ält. Lit. bei Lewy Fremdw. 57.
Page 2,747

Chinese

原文音譯:sm£ragdoj 士馬拉格多士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:翡翠
字義溯源:翡翠*,綠寶石
同源字:1) (σμαράγδινος)翡翠作的 2) (σμάραγδος)翡翠
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 綠寶石(1) 啓21:19

Mantoulidis Etymological

ἡ (=πολύτιμος λίθος ἀνοικτοπράσινος). Πιθανόν νά εἶναι ξενική λέξη. Ἀρχικά ἦταν σμαμάραγδος. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό σμάω (=ἀλείφω), ἤ μέ τό σμαραγῶ (=βουΐζω).

Léxico de magia

esmeralda εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo P V 239

Translations

emerald

Afrikaans: smarag; Aghul: зумруд; Arabic: زُمُرُّد; Egyptian Arabic: زمرد; Aragonese: esmeralda; Armenian: զմրուխտ; Assyrian Neo-Asturian: esmeralda; Avar: зумруд; Azerbaijani: zümrüd; Balinese: ᬚᬫ᭄ᬭᬸᬤ᭄, ᬚᬫ᭄ᬭᬸᬢ᭄; Bashkir: зөбәржәт; Belarusian: ізумруд, смарагд; Bengali: পান্না, জমরুদ; Bulgarian: изумруд; Burmese: မြ; Catalan: maragda, esmaragda; Cherokee: ᎡᎻᎳ; Chinese Mandarin: 綠寶石, 绿宝石; Crimean Tatar: zumrut; Czech: smaragd; Danish: smaragd; Dargwa: зумруд; Dutch: smaragd; Esperanto: smeraldo; Estonian: smaragd; Finnish: smaragdi; French: émeraude; Friulian: smeralt, smerald; Gagauz: zümrüt; Galician: esmeralda; Georgian: ზურმუხტი; German: Smaragd; Greek: σμαράγδι; Ancient Greek: μάραγδος, σμάραγδος; Hebrew: אִזְמַרְגָּד, בָּרֶקֶת; Hindi: पन्ना, मरकत, जमुर्रद, हरिन्मणि, हरिताश्म; Hungarian: smaragd; Icelandic: smaragður; Indonesian: zamrud; Interlingua: esmeraldo; Irish: smaragaid; Italian: smeraldo; Japanese: エメラルド, 翠玉, 緑玉; Javanese: ꦩꦂꦏꦠ, ꦩꦫꦏꦠ, ꦗꦼꦩꦿꦸꦠ꧀; Kalmyk: марһад; Karakalpak: zu‘mret; Kashubian: szmaragd; Kazakh: зүмірет; Khmer: មរកត; Korean: 에메랄드; Kumyk: зумрут; Kyrgyz: зумурут, зымырыт; Lak: зумруд; Lao: ມະຣະກົດ, ມະລະກົດ, ມໍຣະກົດ; Latin: smaragdus; Latvian: smaragds; Lezgi: зумруд; Ligurian: smeràldo; Lithuanian: smarãgdas; Lombard: smerald; Macedonian: смарагд; Malay: zamrud, jumantan; Malayalam: മരതകം; Maori: emerara; Middle English: emeraude; Mongolian: маргад; Nahuatl: quetzaliztli, chalchihuitl; Nogai: зуьбаржат; Occitan: esmeralda; Persian: زمرد; Piedmontese: smerald; Polish: szmaragd; Portuguese: esmeralda; Romagnol: șmerêld; Romani Vlax Romani: šmarago; Romanian: smarald, smarand, smaragd; Romansch: smaragd; Russian: изумруд, смарагд; Rutul: зымрытӏ; Sanskrit: मरकत, हरिन्मणि; Sicilian: smaraudu, smirardu; Slovak: smaragd; Slovene: smarágd; Sorbian Lower Sorbian: smaragd; Upper Sorbian: smaragd; Spanish: esmeralda; Swahili: zumaridi; Swedish: smaragd; Tagalog: esmeralda; Tajik: зумуррад; Tatar: зөбәрҗәт; Telugu: మరకతము, పచ్చ; Thai: มรกต; Tibetan: མར་གད, མ་རྒད; Turkish: zümrüt; Turkmen: zümerret; Ukrainian: смарагд, ізумруд; Urdu: مرکت; Uyghur: زۇمرەت; Uzbek: zumrad; Venetan: smeraldo; Welsh: emrallt, gwyrddfaen, gwerddem; Yiddish: שמאָראַק, סמאַראַגד

malachite

Arabic: ⁧دَهْنَج⁩; Armenian: մալախիտ, դահանակ, մոլոշաքար; Asturian: malaquita; Catalan: malaquita; Chinese Mandarin: 孔雀石; Crimean Tatar: baqırtaş, min; Czech: malachit; Danish: malakit; Dutch: malachiet; Esperanto: malakito; Estonian: malahhiit; Finnish: malakiitti; French: malachite; Galician: malaquita; German: Malachit; Greek: μαλαχίτης; Ancient Greek: βατράχιον, ὁροβῖτις, σμάραγδος, χαλκοσμάραγδος, χρυσοκόλλα; Hindi: दाना फ़िरंग; Ido: malakito; Irish: malaicít; Italian: malachite; Japanese: 孔雀石, くじゃく石; Korean: 공작석; Latin: molochitis, molochites; Ottoman Turkish: ⁧باقر طاشی⁩, ⁧دهنج⁩; Persian: ⁧مالاکیت⁩, ⁧دهنج⁩; Polish: malachit; Portuguese: malaquite, malaquita; Romanian: malahit; Russian: малахит; Spanish: malaquita; Swedish: malakit; Tagalog: malakita, tansong lungti, tansong lunti; Turkish: bakır taşı, bakırtaşı, malakit; Turkmen: ýaşyldaş