3,260,316
edits
(SL_2) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σποδέω]] <br /> <b>1</b> [[pound]] χεράδει σποδέων fr. 327. | |sltr=[[σποδέω]] <br /> <b>1</b> [[pound]] χεράδει σποδέων fr. 327. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρίβω]], [[κοπανίζω]], [[μεταβάλλω]] σε [[σκόνη]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], σε Αριστοφ. — Παθ., <i>σποδούμενα νιφάδι</i>, με δέρνει ο [[χιονιάς]], σε Ευρ.· <i>πρὸς πέτρας σποδούμενος</i>, αυτός που ρίχνεται, εκσφενδονίζεται στα βράχια, στον ίδ.· απόλ., στρατὸς [[κακῶς]] σποδούμενος, που τον μεταχειρίζονται με [[σκληρότητα]], που είναι σε κακή [[κατάσταση]], σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |