Anonymous

σποδέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(SL_2)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σποδέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pound]] χεράδει σποδέων fr. 327.
|sltr=[[σποδέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pound]] χεράδει σποδέων fr. 327.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρίβω]], [[κοπανίζω]], [[μεταβάλλω]] σε [[σκόνη]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], σε Αριστοφ. — Παθ., <i>σποδούμενα νιφάδι</i>, με δέρνει ο [[χιονιάς]], σε Ευρ.· <i>πρὸς πέτρας σποδούμενος</i>, αυτός που ρίχνεται, εκσφενδονίζεται στα βράχια, στον ίδ.· απόλ., στρατὸς [[κακῶς]] σποδούμενος, που τον μεταχειρίζονται με [[σκληρότητα]], που είναι σε κακή [[κατάσταση]], σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}