στάθμη: Difference between revisions

1,597 bytes added ,  31 December 2018
6
(38)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[σχοινί]] τών ξυλουργών για να σημειώνουν, [[αφού]] το εμποτίσουν σε [[χρώμα]], ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «[[ὥστε]] [[στάθμη]] [[δόρυ]] νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τόρνου καὶ στάθμης και γνώμης ἰθύτερον», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[νήμα]] με μικρό [[αντίβαρο]] στο ένα [[άκρο]] με το οποίο βρίσκεται η [[κατακόρυφος]] ή μετρείται το [[βάθος]] νερού (α. «[[νήμα]] της στάθμης» β. «στάθμην ἰθυτενῆ μολιβαχθέα», Φίλ. Θεσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο ελέγχεται η κατακόρυφη ή η οριζόντια [[διεύθυνση]] γραμμής ή επιπέδου<br /><b>2.</b> το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας υγρού σε [[κατάσταση]] ηρεμίας («έχει κατέβει η [[στάθμη]] της λίμνης»)<br /><b>3.</b> [[χωροβάτης]], όργανο χωροστάθμησης που αποτελείται, στον απλούστερο τύπο, από [[αεροστάθμη]] και [[διόπτρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται [[ένας]] [[τομέας]] δραστηριότητας ή μια [[κατάσταση]] (α. «[[έθνος]] με υψηλή πολιτιστική [[στάθμη]]» β. «η [[στάθμη]] της παιδείας [[είναι]] χαμηλή»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάθμη]] ενεργείας» — [[τιμή]] ενεργείας που χαρακτηρίζει ορισμένη κβαντική [[κατάσταση]] ενός ατόμου<br />β) «[[στάθμη]] της θάλασσας» — το ύψος σε κατακόρυφη [[διεύθυνση]], από τον βυθό ώς την [[επιφάνεια]] της θάλασσας, το οποίο ποικίλλει ανάλογα με την [[εποχή]], την ώρα, την [[επίδραση]] του ανέμου, της παλίρροιας και τών τοπικών ρευμάτων<br />γ) «[[στάθμη]] αναφοράς» — [[μέση]] [[στάθμη]] της θάλασσας που προσδιορίζεται με παλιρροιογράφους ή παλιρροιόμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> η [[γραμμή]] που ορίζει τον τερματισμό σε αγώνα δρόμου<br /><b>3.</b> το [[σημείο]] εκκίνησης<br /><b>4.</b> [[έλεγχος]], [[διακρίβωση]]<br /><b>5.</b> [[κανόνας]], [[νόμος]]<br /><b>6.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του δόρατος, ο [[σαυρωτήρ]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «λευκῷ <span style="color: red;"><</span> 'ν&GT; λίθῳ λευκὴ [[στάθμη]]» — η [[εξήγηση]] [[είναι]] [[ασαφής]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «λευκὴ [[στάθμη]] [[εἰμὶ]] πρὸς τοὺς καλούς» — δεν [[μπορώ]] να [[διακρίνω]] τους καλούς (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶμι]] [[παρά]] στάθμην ὀρθὴν ὁδόν» — [[τηρώ]] με [[αυστηρότητα]] το [[δίκαιο]] (<b>Θέογν.</b>)<br />γ) «κατὰ στάθμην ἵσταμαι» — βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[ευθεία]], στο ίδιο επίπεδο <b>(Δημόκρ.)</b><br />δ) «κατὰ στάθμην νοώ» — [[συμπεραίνω]] [[ορθά]] (<b>Θεόκρ.</b>)<br />ε) «πρὸς [[στάθμη]] πέτρον τίθεσθαι μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην» — [[πρέπει]] να κανονίζεται [[κάτι]] ανάλογα με τις περιστάσεις και όχι αντίστροφα (<b>Πλούτ.</b>)<br />στ) «στάθμα πατρῴα» — το [[μέτρο]] του σεβασμού [[προς]] τον [[πατέρα]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />ζ) «κατὰ στάθμην ῥίπτομαι» [[κατεβαίνω]] [[κάθετα]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />η) «[[στάθμη]] βίου» — ο [[τελικός]] [[σκοπός]] της ζωής (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i> του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμη</i>, θηλ. του -<i>θμος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[σταθμός]]). Ο νεοελλ. τ. [[στάφνη]] [[είναι]] [[διαλεκτικός]] (<b>πρβλ.</b> [[αριθμός]]: <i>αριφνώ</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[σχοινί]] τών ξυλουργών για να σημειώνουν, [[αφού]] το εμποτίσουν σε [[χρώμα]], ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «[[ὥστε]] [[στάθμη]] [[δόρυ]] νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τόρνου καὶ στάθμης και γνώμης ἰθύτερον», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[νήμα]] με μικρό [[αντίβαρο]] στο ένα [[άκρο]] με το οποίο βρίσκεται η [[κατακόρυφος]] ή μετρείται το [[βάθος]] νερού (α. «[[νήμα]] της στάθμης» β. «στάθμην ἰθυτενῆ μολιβαχθέα», Φίλ. Θεσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο ελέγχεται η κατακόρυφη ή η οριζόντια [[διεύθυνση]] γραμμής ή επιπέδου<br /><b>2.</b> το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας υγρού σε [[κατάσταση]] ηρεμίας («έχει κατέβει η [[στάθμη]] της λίμνης»)<br /><b>3.</b> [[χωροβάτης]], όργανο χωροστάθμησης που αποτελείται, στον απλούστερο τύπο, από [[αεροστάθμη]] και [[διόπτρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται [[ένας]] [[τομέας]] δραστηριότητας ή μια [[κατάσταση]] (α. «[[έθνος]] με υψηλή πολιτιστική [[στάθμη]]» β. «η [[στάθμη]] της παιδείας [[είναι]] χαμηλή»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάθμη]] ενεργείας» — [[τιμή]] ενεργείας που χαρακτηρίζει ορισμένη κβαντική [[κατάσταση]] ενός ατόμου<br />β) «[[στάθμη]] της θάλασσας» — το ύψος σε κατακόρυφη [[διεύθυνση]], από τον βυθό ώς την [[επιφάνεια]] της θάλασσας, το οποίο ποικίλλει ανάλογα με την [[εποχή]], την ώρα, την [[επίδραση]] του ανέμου, της παλίρροιας και τών τοπικών ρευμάτων<br />γ) «[[στάθμη]] αναφοράς» — [[μέση]] [[στάθμη]] της θάλασσας που προσδιορίζεται με παλιρροιογράφους ή παλιρροιόμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> η [[γραμμή]] που ορίζει τον τερματισμό σε αγώνα δρόμου<br /><b>3.</b> το [[σημείο]] εκκίνησης<br /><b>4.</b> [[έλεγχος]], [[διακρίβωση]]<br /><b>5.</b> [[κανόνας]], [[νόμος]]<br /><b>6.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του δόρατος, ο [[σαυρωτήρ]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «λευκῷ <span style="color: red;"><</span> 'ν&GT; λίθῳ λευκὴ [[στάθμη]]» — η [[εξήγηση]] [[είναι]] [[ασαφής]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «λευκὴ [[στάθμη]] [[εἰμὶ]] πρὸς τοὺς καλούς» — δεν [[μπορώ]] να [[διακρίνω]] τους καλούς (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶμι]] [[παρά]] στάθμην ὀρθὴν ὁδόν» — [[τηρώ]] με [[αυστηρότητα]] το [[δίκαιο]] (<b>Θέογν.</b>)<br />γ) «κατὰ στάθμην ἵσταμαι» — βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[ευθεία]], στο ίδιο επίπεδο <b>(Δημόκρ.)</b><br />δ) «κατὰ στάθμην νοώ» — [[συμπεραίνω]] [[ορθά]] (<b>Θεόκρ.</b>)<br />ε) «πρὸς [[στάθμη]] πέτρον τίθεσθαι μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην» — [[πρέπει]] να κανονίζεται [[κάτι]] ανάλογα με τις περιστάσεις και όχι αντίστροφα (<b>Πλούτ.</b>)<br />στ) «στάθμα πατρῴα» — το [[μέτρο]] του σεβασμού [[προς]] τον [[πατέρα]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />ζ) «κατὰ στάθμην ῥίπτομαι» [[κατεβαίνω]] [[κάθετα]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />η) «[[στάθμη]] βίου» — ο [[τελικός]] [[σκοπός]] της ζωής (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i> του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμη</i>, θηλ. του -<i>θμος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[σταθμός]]). Ο νεοελλ. τ. [[στάφνη]] [[είναι]] [[διαλεκτικός]] (<b>πρβλ.</b> [[αριθμός]]: <i>αριφνώ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στάθμη:''' ἡ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σχοινί]] ή [[χάρακας]], [[αλφάδι]], [[γνώμονας]] με τα οποία μετράει και υπολογίζει ο [[ξυλουργός]], σε Όμηρ., Θέογν.· κανονικά, [[σπάγκος]] [[σημειωμένος]] με [[κιμωλία]], που διέφερε από τον χάρακα ([[κανών]]), σε Ξεν. κ.λπ.· παροιμ., <i>παρὰ στάθμην</i>, ακριβώς, δίκαια, κατά κανόνα, Λατ. ad [[amussim]], σε Θέογν.· [[αλλά]] σε Αισχύλ., <i>παρὰστάθμην</i>, πέρα από τον κανόνα, πέρα από το μέτρο, άδικα· <i>κατὰστάθμην νοεῖν</i>, [[υπολογίζω]] [[ορθά]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχοινί]] χτιστών που έφερε στην [[άκρη]] του ένα [[βαρίδι]] από [[μολύβι]], για να καθορίζει την καθετότητα, [[νήμα]] της στάθμης, [[νήμα]] της καθέτου, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> χαραγμένη [[γραμμή]] που έθετε το όριο στους αγώνες δρόμου, [[τέρμα]], Λατ. [[meta]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., [[νόμος]], κανόνας, αρχές· <i>Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις</i>, δηλ. σύμφωνα με τους νόμους της Δωρικής αρχής, σε Πίνδ.
}}
}}