στέναγμα: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[στενάζω]]<br />[[στεναγμός]].
|mltxt=το, ΝΑ [[στενάζω]]<br />[[στεναγμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στέναγμα:''' -ατος, τό, [[αναστεναγμός]], βαριαναστεναγμός, βογκητό, [[γογγυσμός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}