Anonymous

στέναγμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέναγμα:''' -ατος, τό, [[αναστεναγμός]], βαριαναστεναγμός, βογκητό, [[γογγυσμός]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''στέναγμα:''' -ατος, τό, [[αναστεναγμός]], βαριαναστεναγμός, βογκητό, [[γογγυσμός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέναγμα:''' ατος τό стон Soph., Eur., Arph.
}}
}}