στειναύχην: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στεναύχην]].
|mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στεναύχην]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ.
}}
}}