Anonymous

στειναύχην: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στειναύχην:''' χενος adj. узкогорлый ([[λάγυνος]] Anth.).
}}
}}