3,276,901
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στειναύχην:''' χενος adj. узкогорлый ([[λάγυνος]] Anth.). | |||
}} | }} |