ῥιγόω: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγώσω, <i>ao.</i> ἐρρίγωσα, <i>pf.</i> ἐρρίγωκα;<br />être saisi de froid, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγώσω, <i>ao.</i> ἐρρίγωσα, <i>pf.</i> ἐρρίγωκα;<br />être saisi de froid, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, Επικ. απαρ. <i>-ωσέμεν</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγωσα</i>, παρακ. <i>ἐρρίγωκα</i>· το [[ρήμα]] αυτό, όπως το [[ἱδρόω]], έχει ανώμ. [[συναίρεση]] σε <i>ω</i>, <i>ῳ</i>, αντί <i>ου</i>, <i>οι</i>, όπως στο γʹ ενικ. υποτ. <i>ῥιγῷ</i>, ευκτ. <i>ῥιγῴη</i>, απαρ. [[ῥιγῶν]]· [[κρυώνω]], [[τρέμω]] από το [[κρύο]], το [[ψύχος]] ή τον παγετό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
}}