Anonymous

ῥιγόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, Επικ. απαρ. <i>-ωσέμεν</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγωσα</i>, παρακ. <i>ἐρρίγωκα</i>· το [[ρήμα]] αυτό, όπως το [[ἱδρόω]], έχει ανώμ. [[συναίρεση]] σε <i>ω</i>, <i>ῳ</i>, αντί <i>ου</i>, <i>οι</i>, όπως στο γʹ ενικ. υποτ. <i>ῥιγῷ</i>, ευκτ. <i>ῥιγῴη</i>, απαρ. [[ῥιγῶν]]· [[κρυώνω]], [[τρέμω]] από το [[κρύο]], το [[ψύχος]] ή τον παγετό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''ῥῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, Επικ. απαρ. <i>-ωσέμεν</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγωσα</i>, παρακ. <i>ἐρρίγωκα</i>· το [[ρήμα]] αυτό, όπως το [[ἱδρόω]], έχει ανώμ. [[συναίρεση]] σε <i>ω</i>, <i>ῳ</i>, αντί <i>ου</i>, <i>οι</i>, όπως στο γʹ ενικ. υποτ. <i>ῥιγῷ</i>, ευκτ. <i>ῥιγῴη</i>, απαρ. [[ῥιγῶν]]· [[κρυώνω]], [[τρέμω]] από το [[κρύο]], το [[ψύχος]] ή τον παγετό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῑγόω:''' (inf. ῥιγοῦν и [[ῥιγῶν]]; эп. inf. fut. [[ῥιγωσέμεν]]; 3 л. sing. conjct. ῥιγοῖ и ῥιγῷ) зябнуть, мерзнуть Hom., Her., Xen. etc.
}}
}}