συνεχής: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, -ές, Α [[συνέχω]]<br /><b>1.</b> (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη [[σειρά]] με έναν [[άλλο]], αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ [[ὥστε]] ἐν φαίνεσθαι τεῑχος παχύ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις και με χρον. σημ.) αυτός που υπάρχει, συμβαίνει ή ακολουθεί [[χωρίς]] [[διακοπή]], [[αδιάλειπτος]] (α. «απαιτεῑται [[συνεχής]] και επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «[[πόλεμος]] διὰ βίου [[συνεχής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, πολύ [[συχνός]], [[αλλεπάλληλος]] (α. «συνεχή τηλεφωνήματα» β. «λουτροῑς συνεχέσι χρῆσθαι», Σωρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χωροχρονικό συνεχές»<br />(φυσ.-φιλοσ.) (στη [[θεωρία]] της σχετικότητας) ο [[χώρος]] τεσσάρων διαστάσεων, με τέταρτη [[διάσταση]] τον χρόνο<br />β) «συνεχή διαστήματα» ή, [[απλώς]], «συνεχή»<br /><b>μουσ.</b> η [[κίνηση]] της φωνής ή ενός μουσικού οργάνου σε μια κατιούσα ή ανιούσα [[διαδοχή]] [[πάνω]] στα δοσμένα διαστήματα μιας κλίμακας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει, [[συνήθως]] τοπική, [[συνάφεια]] με κάποιον [[άλλο]] («συνεχέες τούτοισι ἐν τοῑσι αὐτοῑσι τόποισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες σε [[παράταξη]]) αυτός που έπεται ή γειτνιάζει με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνδεδεμένος («συνεχὴς ὤν [[πρός]] τε ῥάχιν καὶ τὴν ἀρτηρίαν ὑμενώδεσι δεσμοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για [[μάζα]] ρευστών) [[πυκνός]]<br /><b>5.</b> (για λόγο) α) αυτός που συνεχίζεται [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] ή [[παρέμβαση]]<br />β) [[σχετικός]] με [[κάτι]] («[[σκέψις]] συνεχὴς οὖσα τοῑς πρότερον», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> <b>μαθημ.</b> αυτός που συγκροτεί μια [[σειρά]] («συνεχὴς [[ἀναλογία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σταθερός]], [[επίμονος]] («προθύμους καὶ ἐντεταμένους εἰς τὸ [[ἔργον]] καὶ συνεχεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (για τα πρόσ. της Αγίας Τριάδας) [[στενά]] ενωμένος<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνεχές</i><br />α) η [[συνέχεια]]<br />β) η [[συνάφεια]] τών λόγων<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συνεχῆ</i><br />αυτά που έπονται, που ακολουθούν<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>συνεχές</i><br />(με χρον. σημ.) αδιάκοπα, διαρκώς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ συνεχές»<br />(με επιρρμ. σημ.) α) διαρκώς, ασταμάτητα<br />β) συμπερασματικά<br />γ) [[αμέσως]] [[μετά]] από [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνεχώς]] / <i>συνεχῶς</i>, ΝΜΑ, και αττ. τ. <i>ξυνεχῶς</i> και επικ. και ιων. τ. <i>συνεχέως</i> Α<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[διακοπή]], αδιάλειπτα, ακατάπαυστα (α. «διαβάζει [[συνεχώς]]» β. «ξυνεχῶς ἐπολέμουν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] [[συχνά]] χρονικά διαστήματα, [[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμέσως]] ή ταυτόχρονα<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[κατά]] διαδοχική [[σειρά]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) με όμοια [[σειρά]]<br /><b>4.</b> (σπάν. με τοπ. σημ.) σε απόλυτη [[συνοχή]], με αδιάσπαστη [[συνέχεια]] («συνεχῶς [[εἶναι]] πᾱσαν οἰκουμένην», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, -ές, Α [[συνέχω]]<br /><b>1.</b> (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη [[σειρά]] με έναν [[άλλο]], αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ [[ὥστε]] ἐν φαίνεσθαι τεῑχος παχύ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις και με χρον. σημ.) αυτός που υπάρχει, συμβαίνει ή ακολουθεί [[χωρίς]] [[διακοπή]], [[αδιάλειπτος]] (α. «απαιτεῑται [[συνεχής]] και επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «[[πόλεμος]] διὰ βίου [[συνεχής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, πολύ [[συχνός]], [[αλλεπάλληλος]] (α. «συνεχή τηλεφωνήματα» β. «λουτροῑς συνεχέσι χρῆσθαι», Σωρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χωροχρονικό συνεχές»<br />(φυσ.-φιλοσ.) (στη [[θεωρία]] της σχετικότητας) ο [[χώρος]] τεσσάρων διαστάσεων, με τέταρτη [[διάσταση]] τον χρόνο<br />β) «συνεχή διαστήματα» ή, [[απλώς]], «συνεχή»<br /><b>μουσ.</b> η [[κίνηση]] της φωνής ή ενός μουσικού οργάνου σε μια κατιούσα ή ανιούσα [[διαδοχή]] [[πάνω]] στα δοσμένα διαστήματα μιας κλίμακας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει, [[συνήθως]] τοπική, [[συνάφεια]] με κάποιον [[άλλο]] («συνεχέες τούτοισι ἐν τοῑσι αὐτοῑσι τόποισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες σε [[παράταξη]]) αυτός που έπεται ή γειτνιάζει με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνδεδεμένος («συνεχὴς ὤν [[πρός]] τε ῥάχιν καὶ τὴν ἀρτηρίαν ὑμενώδεσι δεσμοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για [[μάζα]] ρευστών) [[πυκνός]]<br /><b>5.</b> (για λόγο) α) αυτός που συνεχίζεται [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] ή [[παρέμβαση]]<br />β) [[σχετικός]] με [[κάτι]] («[[σκέψις]] συνεχὴς οὖσα τοῑς πρότερον», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> <b>μαθημ.</b> αυτός που συγκροτεί μια [[σειρά]] («συνεχὴς [[ἀναλογία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σταθερός]], [[επίμονος]] («προθύμους καὶ ἐντεταμένους εἰς τὸ [[ἔργον]] καὶ συνεχεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (για τα πρόσ. της Αγίας Τριάδας) [[στενά]] ενωμένος<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνεχές</i><br />α) η [[συνέχεια]]<br />β) η [[συνάφεια]] τών λόγων<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συνεχῆ</i><br />αυτά που έπονται, που ακολουθούν<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>συνεχές</i><br />(με χρον. σημ.) αδιάκοπα, διαρκώς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ συνεχές»<br />(με επιρρμ. σημ.) α) διαρκώς, ασταμάτητα<br />β) συμπερασματικά<br />γ) [[αμέσως]] [[μετά]] από [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνεχώς]] / <i>συνεχῶς</i>, ΝΜΑ, και αττ. τ. <i>ξυνεχῶς</i> και επικ. και ιων. τ. <i>συνεχέως</i> Α<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[διακοπή]], αδιάλειπτα, ακατάπαυστα (α. «διαβάζει [[συνεχώς]]» β. «ξυνεχῶς ἐπολέμουν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] [[συχνά]] χρονικά διαστήματα, [[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμέσως]] ή ταυτόχρονα<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[κατά]] διαδοχική [[σειρά]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) με όμοια [[σειρά]]<br /><b>4.</b> (σπάν. με τοπ. σημ.) σε απόλυτη [[συνοχή]], με αδιάσπαστη [[συνέχεια]] («συνεχῶς [[εἶναι]] πᾱσαν οἰκουμένην», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεχής:''' -ές ([[συνέχω]])· αυτός που συγκρατεί, που συνέχει·<br /><b class="num">Α. I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[αδιάσπαστος]], συνεχόμενος, σε Θουκ., Πλάτ.· με δοτ., [[τόπος]] που αποτελεί [[συνέχεια]] ενός άλλου, όμορος, [[γειτονικός]], αυτός που αποτελεί ή έχει την [[ίδια]] συνοριακή [[γραμμή]] με κάποιον άλλον [[τόπο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[αδιάλειπτος]], [[εξακολουθητικός]], [[διαρκής]], σε Ξεν.· τὸ ξυνεχές = [[συνέχεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[αμετάπτωτος]], [[επίμονος]], [[καρτερικός]], σε Θουκ. <b>Β.</b> επίρρ. <i>σῠνεχῶς</i>, Ιων. <i>-έως</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρόνο, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα, σε Ησίοδ.· Υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται με αριθμούς, εξακολουθητικά, κατ' [[ακολουθία]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην Επικ., <i>συνεχές</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· συνεχὲς [[αἰεί]], αδιαλείπτως [[ανέκαθεν]], σε Ομήρ. Οδ. (<i>σῡνεχές</i> σε Όμηρ. και <i>σῡνεχέως</i>, σε Ηρόδ.· με [[έκταση]] της πρώτης συλλαβής σε [[θέση]] άρσεως του μέτρου).
}}
}}