Anonymous

συνεχής: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεχής:''' -ές ([[συνέχω]])· αυτός που συγκρατεί, που συνέχει·<br /><b class="num">Α. I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[αδιάσπαστος]], συνεχόμενος, σε Θουκ., Πλάτ.· με δοτ., [[τόπος]] που αποτελεί [[συνέχεια]] ενός άλλου, όμορος, [[γειτονικός]], αυτός που αποτελεί ή έχει την [[ίδια]] συνοριακή [[γραμμή]] με κάποιον άλλον [[τόπο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[αδιάλειπτος]], [[εξακολουθητικός]], [[διαρκής]], σε Ξεν.· τὸ ξυνεχές = [[συνέχεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[αμετάπτωτος]], [[επίμονος]], [[καρτερικός]], σε Θουκ. <b>Β.</b> επίρρ. <i>σῠνεχῶς</i>, Ιων. <i>-έως</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρόνο, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα, σε Ησίοδ.· Υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται με αριθμούς, εξακολουθητικά, κατ' [[ακολουθία]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην Επικ., <i>συνεχές</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· συνεχὲς [[αἰεί]], αδιαλείπτως [[ανέκαθεν]], σε Ομήρ. Οδ. (<i>σῡνεχές</i> σε Όμηρ. και <i>σῡνεχέως</i>, σε Ηρόδ.· με [[έκταση]] της πρώτης συλλαβής σε [[θέση]] άρσεως του μέτρου).
|lsmtext='''συνεχής:''' -ές ([[συνέχω]])· αυτός που συγκρατεί, που συνέχει·<br /><b class="num">Α. I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[αδιάσπαστος]], συνεχόμενος, σε Θουκ., Πλάτ.· με δοτ., [[τόπος]] που αποτελεί [[συνέχεια]] ενός άλλου, όμορος, [[γειτονικός]], αυτός που αποτελεί ή έχει την [[ίδια]] συνοριακή [[γραμμή]] με κάποιον άλλον [[τόπο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[αδιάλειπτος]], [[εξακολουθητικός]], [[διαρκής]], σε Ξεν.· τὸ ξυνεχές = [[συνέχεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[αμετάπτωτος]], [[επίμονος]], [[καρτερικός]], σε Θουκ. <b>Β.</b> επίρρ. <i>σῠνεχῶς</i>, Ιων. <i>-έως</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρόνο, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα, σε Ησίοδ.· Υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται με αριθμούς, εξακολουθητικά, κατ' [[ακολουθία]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην Επικ., <i>συνεχές</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· συνεχὲς [[αἰεί]], αδιαλείπτως [[ανέκαθεν]], σε Ομήρ. Οδ. (<i>σῡνεχές</i> σε Όμηρ. και <i>σῡνεχέως</i>, σε Ηρόδ.· με [[έκταση]] της πρώτης συλλαβής σε [[θέση]] άρσεως του μέτρου).
}}
{{elru
|elrutext='''συνεχής:''' <b class="num">1)</b> непрерывный, сплошной (sc. ἡ [[κίνησις]] Arst.): λόφοι συνεχεῖς Plut. сплошная гряда холмов;<br /><b class="num">2)</b> прилегающий (друг к другу), смежный (οἰκήματα Thuc.): πύργοις σ. [[κλιτύς]] Eur. прилегающий к замку холм;<br /><b class="num">3)</b> непрекращающийся, постоянный ([[πόλεμος]] Plat.): ξυνεχὲς ποικίλον Plat. нескончаемое разнообразие;<br /><b class="num">4)</b> связный ([[ῥῆσις]] Thuc.; [[λόγος]] Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> плотный, густой ([[ἔλαιον]] Plut.);<br /><b class="num">6)</b> постоянно встречающийся, обыкновенный ([[ὄρνις]] Plut.);<br /><b class="num">7)</b> настойчивый, стойкий, упорный (ἔν τινι Plut.). - см. тж. [[συνεχές]].
}}
}}