3,276,318
edits
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / τελευταῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στο [[τέλος]], ύστατος, [[έσχατος]] (α. «η τελευταία του [[επιθυμία]] ήταν ένα [[ταξίδι]] με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατώτερος]], ο [[χειρότερος]] σε [[ποιότητα]] ή σε [[αξία]] («[[είναι]] ο [[τελευταίος]] [[μαθητής]]»)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[πρόσφατος]] («στην τελευταία του [[επίσκεψη]] έφερε [[πολλά]] δώρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέγιστος]], ο [[άκρος]], ο [[χειρότερος]] («ἡ τελευταία [[ὕβρις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῑοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) (<i>τὸ</i>) <i>τελευταῑον</i> και (<i>τὰ</i>) <i>τελευταῑα</i><br />τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῑόν τε προσβλέψαιμι νῡν», <b>Σοφ.</b><br />β. «ὅτε τὰ τελευταῑα ἔλεγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελευταίως</i> και <i>τελευταία</i> Ν<br /><b>χρον.</b> το τελευταίο [[διάστημα]], πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελευτή]] «έσχατο [[σημείο]], [[τέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπουδή]]: [[σπουδαῖος]])]. | |mltxt=-α, -ο / τελευταῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στο [[τέλος]], ύστατος, [[έσχατος]] (α. «η τελευταία του [[επιθυμία]] ήταν ένα [[ταξίδι]] με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατώτερος]], ο [[χειρότερος]] σε [[ποιότητα]] ή σε [[αξία]] («[[είναι]] ο [[τελευταίος]] [[μαθητής]]»)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[πρόσφατος]] («στην τελευταία του [[επίσκεψη]] έφερε [[πολλά]] δώρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέγιστος]], ο [[άκρος]], ο [[χειρότερος]] («ἡ τελευταία [[ὕβρις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῑοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) (<i>τὸ</i>) <i>τελευταῑον</i> και (<i>τὰ</i>) <i>τελευταῑα</i><br />τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῑόν τε προσβλέψαιμι νῡν», <b>Σοφ.</b><br />β. «ὅτε τὰ τελευταῑα ἔλεγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελευταίως</i> και <i>τελευταία</i> Ν<br /><b>χρον.</b> το τελευταίο [[διάστημα]], πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελευτή]] «έσχατο [[σημείο]], [[τέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπουδή]]: [[σπουδαῖος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τελευταῖος:''' -α, -ον ([[τελευτή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έσχατος]], Λατ. [[ultimus]], σε Ηρόδ.· <i>τὰ τελευταῖα</i>, οι καταλήξεις, στον ίδ.· τελευταίους [[στῆσαι]], [[εγκαθιστώ]] στις τελευταίες τάξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον χρόνο, <i>ἡ τελευταία</i>, με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]], η τελευταία [[μέρα]] που έχει οριστεί για [[πληρωμή]], σε Δημ.· η τελευταία [[μέρα]] ενός ανθρώπου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[έσχατος]], δεινότατος, [[ὕβρις]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>τὸ τελευταῖον</i> ως επίρρ., την τελευταία [[φορά]], τελευταίο από όλα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ή <i>τελευταῖον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· και <i>τὰ τελευταῖα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> επί τέλους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]],<br /><b class="num">3.</b> το επίθ. [[συχνά]] βρίσκεται [[μετά]] από ρήματα όπου κανονικά θα έπρεπε να έχουμε επίρρ., ὁ [[τελευταῖος]] δραμών, σε Αισχύλ.· <i>παρελθόντες τελευταῖοι</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |