Anonymous

τελευταῖος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τελευταῖος:''' -α, -ον ([[τελευτή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έσχατος]], Λατ. [[ultimus]], σε Ηρόδ.· <i>τὰ τελευταῖα</i>, οι καταλήξεις, στον ίδ.· τελευταίους [[στῆσαι]], [[εγκαθιστώ]] στις τελευταίες τάξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον χρόνο, <i>ἡ τελευταία</i>, με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]], η τελευταία [[μέρα]] που έχει οριστεί για [[πληρωμή]], σε Δημ.· η τελευταία [[μέρα]] ενός ανθρώπου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[έσχατος]], δεινότατος, [[ὕβρις]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>τὸ τελευταῖον</i> ως επίρρ., την τελευταία [[φορά]], τελευταίο από όλα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ή <i>τελευταῖον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· και <i>τὰ τελευταῖα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> επί τέλους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]],<br /><b class="num">3.</b> το επίθ. [[συχνά]] βρίσκεται [[μετά]] από ρήματα όπου κανονικά θα έπρεπε να έχουμε επίρρ., ὁ [[τελευταῖος]] δραμών, σε Αισχύλ.· <i>παρελθόντες τελευταῖοι</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''τελευταῖος:''' -α, -ον ([[τελευτή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έσχατος]], Λατ. [[ultimus]], σε Ηρόδ.· <i>τὰ τελευταῖα</i>, οι καταλήξεις, στον ίδ.· τελευταίους [[στῆσαι]], [[εγκαθιστώ]] στις τελευταίες τάξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον χρόνο, <i>ἡ τελευταία</i>, με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]], η τελευταία [[μέρα]] που έχει οριστεί για [[πληρωμή]], σε Δημ.· η τελευταία [[μέρα]] ενός ανθρώπου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[έσχατος]], δεινότατος, [[ὕβρις]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>τὸ τελευταῖον</i> ως επίρρ., την τελευταία [[φορά]], τελευταίο από όλα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ή <i>τελευταῖον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· και <i>τὰ τελευταῖα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> επί τέλους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]],<br /><b class="num">3.</b> το επίθ. [[συχνά]] βρίσκεται [[μετά]] από ρήματα όπου κανονικά θα έπρεπε να έχουμε επίρρ., ὁ [[τελευταῖος]] δραμών, σε Αισχύλ.· <i>παρελθόντες τελευταῖοι</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τελευταῖος:''' <b class="num">1)</b> конечный, последний, крайний: οἱ τελευταῖοι κύκλοι Her. крайние (т. е. внутренние) из кольцевых стен; ἡ [[τελευταία]] [[ἡμέρα]] Soph., Dem. последний день; ὁ τ. [[βίος]] Soph. конец жизни;<br /><b class="num">2)</b> задний (πόδες Arst.): οἱ πρῶτοι καὶ οἱ τελευταῖοι Xen. передние и задние ряды (войска);<br /><b class="num">3)</b> перен. крайний, предельный ([[ὕβρις]] Soph.). - см. тж. [[τελευταία]], [[τελευταῖα]] и [[τελευταῖον]].
}}
}}