τοιοῦτος: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αύτη, -ο / τοιοῡτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[τέουτος]], -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]], Α<br />(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας [[λογής]], [[τέτοιος]] («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τοιούτος]]<br />[[κίναιδος]], [[ομοφυλόφιλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) σε αυτήν την [[περίπτωση]], σε τέτοια [[περίπτωση]], [[τότε]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] με επιτ. σημ.) α) τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[καλός]] («τοιοῡτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]]<br /><b>2.</b> (σε [[συνεκφορά]] με την αντων. <i>τις</i>) [[περίπου]] [[τέτοιος]] («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τοιοῡτον</i><br />α) η τέτοια [[διαγωγή]] («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῡ τοιούτου ὑπάρξαντες», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[τέτοιος]] [[λόγος]], τέτοια [[αιτία]] («[[πλέον]] τι διὰ τὸ τοιοῡτον ἐκπλαγέντων», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) τέτοια [[περίπτωση]]<br />δ) τέτοια [[θέση]] («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) αυτό το [[σημείο]] («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ [[εἶναι]] τοῡ κινδύνου προσιόντος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>τοιαῡτα</i><br />α) ([[μετά]] από [[ερώτηση]]) βεβαίως [[έτσι]], ακριβώς [[έτσι]]<br />β) κατ' αυτόν τον τρόπο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τοιοῡτος εἰμι [ή [[γίγνομαι]]] εἴς [ή [[περί]]] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις [[απέναντι]] σε κάποιον<br />β) «εἰς τοιοῡτον» — σε τέτοια [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖος]], [[κατά]] τη δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>). Ο τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]] <span style="color: red;"><</span> ουδ. πληθ. <i>τοιαῦτα</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. [[μόριο]] -<i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i>)].
|mltxt=-αύτη, -ο / τοιοῡτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[τέουτος]], -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]], Α<br />(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας [[λογής]], [[τέτοιος]] («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τοιούτος]]<br />[[κίναιδος]], [[ομοφυλόφιλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) σε αυτήν την [[περίπτωση]], σε τέτοια [[περίπτωση]], [[τότε]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] με επιτ. σημ.) α) τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[καλός]] («τοιοῡτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]]<br /><b>2.</b> (σε [[συνεκφορά]] με την αντων. <i>τις</i>) [[περίπου]] [[τέτοιος]] («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τοιοῡτον</i><br />α) η τέτοια [[διαγωγή]] («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῡ τοιούτου ὑπάρξαντες», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[τέτοιος]] [[λόγος]], τέτοια [[αιτία]] («[[πλέον]] τι διὰ τὸ τοιοῡτον ἐκπλαγέντων», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) τέτοια [[περίπτωση]]<br />δ) τέτοια [[θέση]] («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) αυτό το [[σημείο]] («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ [[εἶναι]] τοῡ κινδύνου προσιόντος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>τοιαῡτα</i><br />α) ([[μετά]] από [[ερώτηση]]) βεβαίως [[έτσι]], ακριβώς [[έτσι]]<br />β) κατ' αυτόν τον τρόπο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τοιοῡτος εἰμι [ή [[γίγνομαι]]] εἴς [ή [[περί]]] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις [[απέναντι]] σε κάποιον<br />β) «εἰς τοιοῡτον» — σε τέτοια [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖος]], [[κατά]] τη δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>). Ο τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]] <span style="color: red;"><</span> ουδ. πληθ. <i>τοιαῦτα</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. [[μόριο]] -<i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοιοῦτος:''' -αύτη, -οῦτο (Ιων. <i>-ον</i>), επιτετ. [[τύπος]] του [[τοῖος]], δεικτικό του [[οἷος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· του [[ὅσος]], σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. με επιτακτική [[έννοια]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[κακός]] κ.λπ., στο ίδ., Αττ.· [[τοιοῦτος]] ὤν, τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]], σε Σοφ.· με γεν., [[τοιοῦτος]] Ἀχαιῶν, [[τέτοιος]] άντρας [[μεταξύ]] των Αχαιών, προς τον καθένα ξεχωριστά, σε Ξεν. κ.λπ.· επιτετ., [[τοιοῦτος]] [[ἕτερος]], [[άλλος]] [[τέτοιος]], σε Ηρόδ.· <i>ἄλλους τοσούτους</i>, στον ίδ.· με το [[άρθρο]], <i>οἱ τοιοῦτοι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> η [[έννοια]] γίνεται [[ακόμα]] πιο αόριστη στο τοιοῦτός τις ή τις [[τοιοῦτος]], [[ένας]] [[τέτοιος]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· τοιαῦτ' [[ἄττα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τοιοῦτον</i> ή <i>τὸ τοιοῦτον</i>, τέτοια [[ενέργεια]], σε Θουκ.· <i>διὰ τὸ τοιοῦτον</i>, γι' αυτή την [[αιτία]], στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην [[αφήγηση]], το <i>τοιαῦτα</i> [[κυρίως]] αναφέρεται στα προηγούμενα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· όταν προηγείται [[ερώτηση]], το <i>τοιαῦτα</i> βεβαιώνει όπως το [[ταῦτα]], ακριβώς έτσι, [[βεβαίως]] έτσι, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τοιαῦτα</i> απόλ., <i>τὰ πλοῖα</i>, <i>τὰ τοιαῦτα</i>, πλοία και τα άλλα παρόμοια, σε Δημ.<br /><b class="num">6.</b> <i>τοιαῦτα</i>, ως επίρρ., κατ' αυτόν τον τρόπο, σε Σοφ.
}}
}}