3,253,953
edits
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει [[τρεις]] στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει [[τρεις]] οπές, [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (για την Εκάτη) αυτή που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>γληνος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει [[τρεις]] στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει [[τρεις]] οπές, [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (για την Εκάτη) αυτή που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>γληνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς· [[έπειτα]], λέγεται για τα σκουλαρήκια, αυτά που έχουν [[τρεις]] λαμπρούς λίθους, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |