Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρίγληνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει [[τρεις]] στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει [[τρεις]] οπές, [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (για την Εκάτη) αυτή που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>γληνος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει [[τρεις]] στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει [[τρεις]] οπές, [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (για την Εκάτη) αυτή που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>γληνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς· [[έπειτα]], λέγεται για τα σκουλαρήκια, αυτά που έχουν [[τρεις]] λαμπρούς λίθους, σε Όμηρ.
}}
}}