3,273,446
edits
(6_14) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεισδύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, [[εἰσέρχομαι]] κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 1. 12· [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]] κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13. | |lstext='''ὑπεισδύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, [[εἰσέρχομαι]] κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 1. 12· [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]] κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεισδύομαι:''' Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-εισέδυν</i>, [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[γλιστρώ]] ή [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] μέσα, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |