Anonymous

ὑπεισδύομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_14)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεισδύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, [[εἰσέρχομαι]] κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 1. 12· [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]] κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13.
|lstext='''ὑπεισδύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, [[εἰσέρχομαι]] κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 1. 12· [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]] κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεισδύομαι:''' Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-εισέδυν</i>, [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[γλιστρώ]] ή [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] μέσα, σε Ηρόδ.
}}
}}