ὑψίκερως: Difference between revisions

6
(Autenrieth)
(6)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κέρας]]): [[with]] [[lofty]] antlers, Od. 10.158†.
|auten=([[κέρας]]): [[with]] [[lofty]] antlers, Od. 10.158†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει [[ψηλά]] κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., <i>ὑψικέρᾱτα πέτραν</i>, [[βράχος]] με ψηλή [[κορυφή]], σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.
}}
}}