ὑψίκερως
English (LSJ)
ων, gen. ω, (< κέρας) high-horned, ἔλαφος Od. 10.158; ὑψίκερω… φάσμα ταύρου S. Tr. 507 (lyr.); metaplast. acc., ὑψικέρατα πέτραν = a high-peaked rock, Pi. Fr. 325; acc. fem., ὑψικέραν βοῦν B. 15.22.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
aux hautes cornes.
Étymologie: ὕψι, κέρας.
German (Pape)
ων, gen. ω, hoch gehörnt; ἔλαφος, mit hohem Geweih, Od. 10.158; ταῦρος Soph. Trach. 506; Archipp. bei Ath. 656b.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκερως: gen. κερω высокорогий (ἔλαφος Hom.; ταῦρος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκερως: -ων, γεν. -ω, (κέρας) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… φάσμα ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν ὡσαύτως αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.
English (Autenrieth)
(κέρας): with lofty antlers, Od. 10.158†.
Greek Monotonic
ὑψίκερως: -ων (κέρας), γεν. -ω, αυτός που έχει ψηλά κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχος με ψηλή κορυφή, σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.
Middle Liddell
ὑψί-κερως, ων, κέρας
high-horned, Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pind. ap. Ar.