φλογίζω: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με φλόγες, [[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]]<br /><b>2.</b> [[πυρακτώνω]], [[πυρώνω]] (α. «του φλογισμένου απείρου», Μαλακ.<br />β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[φλόγωση]], [[προκαλώ]] [[φλεγμονή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>φλογίζομαι</i><br />α) (για την [[επιδερμίδα]]) [[παίρνω]] το [[χρώμα]] της φλόγας, ερεθίζομαι («όταν κάθεται πολλές ώρες στον ήλιο φλογίζεται»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[βιώνω]] μια έντονη συναισθηματική [[κατάσταση]] («[[κάθε]] [[φορά]] που τον [[βλέπω]] φλογίζομαι»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]] φλογερό [[πάθος]], [[εμπνέω]] [[υψηλά]] συναισθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καψαλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκπέμπω]] φλόγες («πῡρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[λάμπω]], [[φέγγω]] («φλογιζόμενον Ἅλιον» (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]. Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλογ</i>-<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φλογιά]], [[φλόγινος]])].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με φλόγες, [[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]]<br /><b>2.</b> [[πυρακτώνω]], [[πυρώνω]] (α. «του φλογισμένου απείρου», Μαλακ.<br />β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[φλόγωση]], [[προκαλώ]] [[φλεγμονή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>φλογίζομαι</i><br />α) (για την [[επιδερμίδα]]) [[παίρνω]] το [[χρώμα]] της φλόγας, ερεθίζομαι («όταν κάθεται πολλές ώρες στον ήλιο φλογίζεται»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[βιώνω]] μια έντονη συναισθηματική [[κατάσταση]] («[[κάθε]] [[φορά]] που τον [[βλέπω]] φλογίζομαι»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]] φλογερό [[πάθος]], [[εμπνέω]] [[υψηλά]] συναισθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καψαλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκπέμπω]] φλόγες («πῡρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[λάμπω]], [[φέγγω]] («φλογιζόμενον Ἅλιον» (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]. Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλογ</i>-<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φλογιά]], [[φλόγινος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλογίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[φλόξ]]), [[τοποθετώ]] πάνω στη [[φωτιά]], [[καίω]], [[κατακαίω]], σε Σοφ. — Παθ., αφήνομαι πάνω στη [[φωτιά]], καίγομαι, φλέγομαι, στον ίδ.· μεταφ. λέγεται για τη [[γλώσσα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}