Anonymous

φλογίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλογίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[φλόξ]]), [[τοποθετώ]] πάνω στη [[φωτιά]], [[καίω]], [[κατακαίω]], σε Σοφ. — Παθ., αφήνομαι πάνω στη [[φωτιά]], καίγομαι, φλέγομαι, στον ίδ.· μεταφ. λέγεται για τη [[γλώσσα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''φλογίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[φλόξ]]), [[τοποθετώ]] πάνω στη [[φωτιά]], [[καίω]], [[κατακαίω]], σε Σοφ. — Παθ., αφήνομαι πάνω στη [[φωτιά]], καίγομαι, φλέγομαι, στον ίδ.· μεταφ. λέγεται για τη [[γλώσσα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''φλογίζω:''' <b class="num">1)</b> зажигать, воспламенять (τι NT); pass. гореть: φλογιζόμενος [[Ἃλιος]] Soph. пылающее солнце;<br /><b class="num">2)</b> сжигать (βροντᾶς αὐγαῖς τινα Soph.).
}}
}}