χάλκωμα: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[χάρκωμα]] Ν, και χάλχωμα Α [[χαλκῶ]]<br />[[σκεύος]] ή [[εργαλείο]] ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]] κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) <i>τα χαλκώματα</i><br />α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια<br />β) το [[σύνολο]] τών σκευών που δίνονται στην [[νύφη]] ως [[προίκα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ [[πῶμα]] τοῦ χαλκώματος εἰς [[ζέον]] [[ὕδωρ]] ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις<br /><b>3.</b> (γενικά) [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από [[μέταλλο]]<br /><b>4.</b> χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> μεταλλικό [[ηχείο]] της λύρας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀσπίδος τὸ [[χάλκωμα]]» — το χάλκινο [[μέρος]] της ασπίδας (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[χάρκωμα]] Ν, και χάλχωμα Α [[χαλκῶ]]<br />[[σκεύος]] ή [[εργαλείο]] ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]] κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) <i>τα χαλκώματα</i><br />α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια<br />β) το [[σύνολο]] τών σκευών που δίνονται στην [[νύφη]] ως [[προίκα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ [[πῶμα]] τοῦ χαλκώματος εἰς [[ζέον]] [[ὕδωρ]] ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις<br /><b>3.</b> (γενικά) [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από [[μέταλλο]]<br /><b>4.</b> χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> μεταλλικό [[ηχείο]] της λύρας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀσπίδος τὸ [[χάλκωμα]]» — το χάλκινο [[μέρος]] της ασπίδας (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάλκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ.
}}
}}