Anonymous

χάλκωμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάλκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''χάλκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χάλκωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> медный сосуд Lys., Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> медная ванна Plut.;<br /><b class="num">3)</b> медная доска (таблица) Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> медный нос корабля Plut., Diod.;<br /><b class="num">5)</b> медная часть (ἀσπίδος Arst.).
}}
}}