φύλαξ: Difference between revisions

1,184 bytes added ,  31 December 2018
6
(45)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φύλακας]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φυλακίδα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φύλακας]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φυλακίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύλαξ:''' [ῠ], -ακος ([[φυλάσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[σκοπός]], Λατ. [[excubitor]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>οἱ φύλακες</i>, η [[φρουρά]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· <i>φύλακες τοῦ σώματος</i>, σωματοφύλακες, σε Πλάτ.· επίσης, ως θηλ., <i>κλῂςἐπὶ γλώσσῃ</i> ([[φυλακίς]]), σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κηδεμόνας]], [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., [[φύλαξ]] [[δορός]], [[υπερασπιστής]] κατά του [[δόρατος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκτελεστής]], [[φύλακας]], περιφρουρητής <i>τοῦ δόγματος</i>, σε Πλάτ.· <i>τοῦ ἐπιταττομένου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, <i>φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις</i>, λέγεται για τους <i>ἀγορανόμους</i>, σε Λυσ.
}}
}}