Anonymous

φύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
1,597 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύλαξ:''' [ῠ], -ακος ([[φυλάσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[σκοπός]], Λατ. [[excubitor]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>οἱ φύλακες</i>, η [[φρουρά]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· <i>φύλακες τοῦ σώματος</i>, σωματοφύλακες, σε Πλάτ.· επίσης, ως θηλ., <i>κλῂςἐπὶ γλώσσῃ</i> ([[φυλακίς]]), σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κηδεμόνας]], [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., [[φύλαξ]] [[δορός]], [[υπερασπιστής]] κατά του [[δόρατος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκτελεστής]], [[φύλακας]], περιφρουρητής <i>τοῦ δόγματος</i>, σε Πλάτ.· <i>τοῦ ἐπιταττομένου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, <i>φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις</i>, λέγεται για τους <i>ἀγορανόμους</i>, σε Λυσ.
|lsmtext='''φύλαξ:''' [ῠ], -ακος ([[φυλάσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[σκοπός]], Λατ. [[excubitor]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>οἱ φύλακες</i>, η [[φρουρά]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· <i>φύλακες τοῦ σώματος</i>, σωματοφύλακες, σε Πλάτ.· επίσης, ως θηλ., <i>κλῂςἐπὶ γλώσσῃ</i> ([[φυλακίς]]), σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κηδεμόνας]], [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., [[φύλαξ]] [[δορός]], [[υπερασπιστής]] κατά του [[δόρατος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκτελεστής]], [[φύλακας]], περιφρουρητής <i>τοῦ δόγματος</i>, σε Πλάτ.· <i>τοῦ ἐπιταττομένου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, <i>φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις</i>, λέγεται για τους <i>ἀγορανόμους</i>, σε Λυσ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) adj.<br /><b class="num">1)</b> несущий охрану, дозорный ([[ἄνδρες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сторожевой, т. е. находящийся в охранении или резервный (λόχοι Xen.).<br />ᾰκος ὁ, реже ἡ<br /><b class="num">1)</b> страж, караульный, дозорный (φύλακά τινα ἐφιστάναι τινί Aesch.; φύλακα καταστῆσαι ἐν τῇ οἰκίᾳ Lys.): φύλακες τοῦ σώματος Plat. телохранители; φύλακες κατὰ τὰς πύλας Xen. стража у ворот; ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Plat. тюремщик; οἱ [[ὄπισθεν]] φύλακες Xen. тыловое охранение, арьергард;<br /><b class="num">2)</b> защитник, блюститель, хранитель (τῆς χώρας Xen.): φύλακα παιδὸς χρηΐζειν τινὰ [[γενέσθαι]] Her. просить кого-л. присматривать за ребенком; φύλακες Ἀργείου [[δορός]] Eur. защитники (Фив) от аргивской армии; φ. νόμων Plat. блюститель (хранитель) законов;<br /><b class="num">3)</b> исполнитель (φύλακες ἀγαθοὶ τοῦ ἐπιταττομένου Xen.): φύλακες τοῦ παρ᾽ αὐτοῖς δόγματος Plat. те, кто проводит в жизнь собственный взгляд.
}}
}}