χήνειος: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[χήνειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και [[χήνιος]], -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. [[χήνεος]], -έα, -ον, Α [[χήν</i> / [[χήνα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χήνα]], [[χηνήσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειο [[δέρμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων [[μυών]] τών τριχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειον [[ἧπαρ]]» — περιζήτητο και ακριβό [[έδεσμα]] από [[συκώτι]] χήνας <b>Αθήν.</b>.
|mltxt=-α, -ο / [[χήνειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και [[χήνιος]], -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. [[χήνεος]], -έα, -ον, Α [[χήν</i> / [[χήνα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χήνα]], [[χηνήσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειο [[δέρμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων [[μυών]] τών τριχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειον [[ἧπαρ]]» — περιζήτητο και ακριβό [[έδεσμα]] από [[συκώτι]] χήνας <b>Αθήν.</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χήνειος:''' -α, -ον, Ιων. [[χήνεος]], -η, -ον, αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε [[χήνα]], Λατ. [[anserinus]], σε Ηρόδ.
}}
}}