Anonymous

χήνειος: Difference between revisions

From LSJ
46
(eksahir)
(46)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[de ganso]]
|esgtx=[[de ganso]]
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[χήνειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και [[χήνιος]], -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. [[χήνεος]], -έα, -ον, Α [[χήν</i> / [[χήνα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χήνα]], [[χηνήσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειο [[δέρμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων [[μυών]] τών τριχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειον [[ἧπαρ]]» — περιζήτητο και ακριβό [[έδεσμα]] από [[συκώτι]] χήνας <b>Αθήν.</b>.
}}
}}